Η μπάντα ένα βράδυ στην πλατεία
–άνοιξη θα ’ταν Σάββατο–
η εξέδρα τα λαμπιόνια
ζεύγη οικογένειες ένστολοι
πλανόδιοι πωλητές
γκαρσόνια αεικίνητα
στα ζαχαροπλαστεία
γύρω παντού ο βόμβος της γιορτής
ώσπου αίφνης
όλα σίγησαν
ο γηραιός μαέστρος ύψωσε το χέρι
κι άδοξα
μόλις χωρίς κουμπί
–το αγόρι κάτω αισθάνθηκε
γι’ αυτό πως θα γινόταν ποιητής–
γλίστρησε στον καρπό του η μανσέτα
Μετά από μένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου