«Η ζέστη του καλοκαιριού, μια χαράδρα στο Νταγκεστάν…»
                                                                                                Μιχαήλ Λέρμοντωφ

I.
Η ταχύτητα μιας σφαίρας σε χαμηλές θερμοκρασίες
κυρίως εξαρτάται από τα προτερήματα του στόχου της,
από την όρεξή της να φωλιάσει μες στις πλεξούδες των μυών
του κορμού, μες στις μεμβράνες των τενόντων του λαιμού.
Οι πέτρες δεν κινούνται – εφεδρικός στρατός.
Η σκιά σφίγγει πάνω της με το ζόρι τον πηλό.
Ο ουρανός μοιάζει με σοβά που ξεφτίζει.
Το αεροπλάνο χάνεται μέσα του σαν σκώρος στα ρούχα
κι η έκρηξη ξεφυτρώνει από το ξεσκισμένο στρώμα
σαν ελατήριο. Γύρω από τον κρατήρα
το αίμα πλέει πάνω στο χώμα, γάλα αποβουτυρωμένο
που υποφέρει τους δεινούς κυματισμούς της κρούστας.

II.
Ο Βοριάς, βοσκός και σποριάς, διώχνει
κοπάδια προς τη θάλασσα, στέλνει το κρύο στον Νοτιά.
Λαμπρό, παγωμένο απομεσήμερο σε μια κοιλάδα του Βογκιστάν.
Ένας μηχανικός ελέφαντας σείει αγριεμένα την προβοσκίδα του
μπροστά στο αποκρουστικό θέαμα του μικρού μαύρου τρωκτικού
του χιονισμένου ορυχείου, φτύνει μπουκιές ικανές
να φράξουν λαρύγγια, έρμαιος του παλιού εκείνου πόθου
του Μωάμεθ να κινήσει το βουνό.
Οι κορυφές προβάλλουν άσπρες∙ τα μεσημέρια
η ουράνια αποθήκη τους δανείζει τα αποφλοιωμένα περισσεύματά της. Στέκουν ακίνητα τελείως τα βουνά κι απλώνουν
την ίδια ακινησία στα σκόρπια σώματα τριγύρω.

III.
Τραγούδι σλαβικό, λυπητερό, που αντηχεί
τα δειλινά στα μέρη της Ασίας. Υγροί και παγωμένοι,
άτακτα ριγμένοι σωροί ανθρώπινες μπριζόλες
σκεπάζουν τον λασπωμένο βυθό του πανδοχείου.
Οι σβουνιές σιγοκαίνε, οι μηροί σκληραίνουν αναίσθητοι.
Μυρίζει ιδρωμένες κάλτσες, ξεχασμένα σαββατομπανιαρίσματα.
Τα όνειρα δεν έχουν αλλάξει, οι χλαίνες δεν έχουν αλλάξει.
Φυσίγγια μπόλικα, αναμνήσεις λιγοστές,
στο στόμα ένα στέγνωμα απ’ τα πολλά «ζήτω!»
Δόξα σ’ όσους προχώρησαν με βλέμματα χαμηλωμένα
μες στη δεκαετία του εξήντα ως τα τραπέζια των εκτρώσεων
για ν’ απαλλάξουν την πατρίδα από την τωρινή της καταισχύνη.

IV.
Τι λέει το μονότονο βούισμα του κηφήνα;
Και τι ο ήχος της αεροτουρμπίνας;
Να ζει κανείς σημαίνει να γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος
όπως το χτίσιμο ενός σπιτιού από σπιρτόξυλα
ή ενός πύργου από σπαθιά και κούπες.
Τίποτα δεν είναι σταθερό – μ’ ένα φύσημα όλα τελειώνουν:
οικογένειες, σκέψεις κρυφές, καλύβια χωμάτινα.
Νύχτα πάνω στα ερείπια του ορεινού χωριού.
Άρματα που τα ελάσματά τους στάζουν κηλίδες πετρελαίου
παγώνουν μες στα αγκαθωτά χαμόκλαδα. Το φεγγάρι
φοβάται μη πνιγεί σε μια παρατημένη μπότα
και χώνεται στα σύννεφα σα να ‘ναι το σαρίκι του Αλλάχ.

V.
Άπραγος, χωρίς κανένας να τον ανασαίνει πια, ο αέρας.
Φερμένη απ’ αλλού, επιπόλαια σωριασμένη σιωπή.
Σηκώνεται σαν ζύμη που έχει φουσκώσει
το κενό. Αν στ’ άστρα υπήρχαν μορφές ζωής,
το διάστημα θα εκρηγνυόταν σε μια ζωηρή επευφημία –
ήδη ένας πυροβολητής τρέχει αγουροξυπνημένος στα φώτα της ράμπας.
Η δολοφονία είναι ένας κραυγαλέος τρόπος θανάτου,
μια επανάληψη, η τέχνη που αρέσει στους παπαγάλους,
δουλειά υπάκουων χεριών, το κόλπο πώς να πιάσουν
τη μύγα της ζωής μες στις γραμμώσεις του σκοπεύτρου
νεαροί που ξέρουν για το αίμα
εξ ακοής μονάχα ή επειδή διακόρευσαν παρθένες.

VI.
Τράβηξε την κουβέρτα, σκάψε μια τρύπα σ’ ένα αχυρόστρωμα.
Πέσε κάτω κι αφουγκράσου το «ουου» της σειρήνας.
Έρχεται η εποχή των παγετώνων – οι παγετώνες της δουλείας
γλιστρούν λειώνοντας πάνω στην υδρόγειο. Οι λιθώνες τους
καταποντίζουν έθνη, αγαπημένες μνήμες, μπλούζες από μετάξι. Τραυλίζοντας, στρέφοντας τις κόγχες των ματιών ψηλά,
γινόμαστε ένα είδος δίλοβου φυτού,
με φωνή ανήκουστη σαν να ‘μαστε αρθρόποδα του ωκεανού.
Φυσάει από τον διάδρομο, φυσάει από τα τετράγωνα του παραθύρου.
Σβήσε το φως, τυλίξου σ’ ένα μπόγο.
Η ραχοκοκαλιά αποζητάει αιωνιότητα. Όχι όπως μια μπούκλα.
Τα ξημερώματα τα μέλη δεν λυγίζουν πια.

VII.
Ψηλά στην στρατόσφαιρα, εκεί που κανείς δεν την υποψιάζεται,
η μικροσκοπική σκυλίτσα γαυγίζει μέσα από το φιλιστρίνι:
«Γουέρλντμπωλ! Γουέρλντμπωλ! Ρόβερ καλεί. Όβερ».
Η Γουέρλντμπωλ βρίσκεται από κάτω. Με τον ισημερινό της.
Σαν κολάρο σκύλου. Πλαγιές, χωράφια, ρεματιές
μοιάζουν μες στην ασπρίλα τους μ’ οστέινα μήλα
(το χρώμα της ντροπής το ΄χουν ρουφήξει όλο οι σημαίες)
κι οι κότες αποκλεισμένες απ’ το χιόνι στα κοτέτσια,
τρεμουλιάρες από την τρομάρα του εγερτηρίου,
γεννούν ακόμα τ’ αυγά τους με άσπιλο χρώμα.
Αν κάτι μαυρίζει, θα ‘ναι μόνο τα γράμματα,
σα χνάρια κάποιου κουνελιού, διατηρημένα ως εκ θαύματος.

ΠΗΓΗ: Πλανόδιον, Τεύχος 8 | Αθήνα Φθινόπωρο 1988

Απόδοση: Μιχάλης Μόσχος

Πηγή: Εξιτήριον