Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Αντώνης Φωστιέρης, «Τοπία του Τίποτα», εκδ. Καστανιώτη 2013

 Κυναίγειρος


Δεν έχει περάσει ακόμα ούτε λεπτό.


Καθώς κρατούσα καρφωμένο το καράβι

με τα δύο-

Νυστέρι; Ξίφος; Κεραυνός;

μου κόβει σύρριζα τ’ αριστερό. Δεν πόνεσα

Όσο κανείς θα φανταζόταν. Πίδακας

Μόνο πηδάει ζεστός απ΄τ’ ακρωτήρι του ώμου

Κι άξαφνα

Δίπλα ένα χέρι στο νερό. Σαν ξένο.

Ένα κομμάτι εγώ, σαν ξένο. Απόμακρο.

Με ό,τι κράτησε ό,τι χάιδεψε ολόκληρη ζωή

Να στραφταλίζει αφρόψαρο

Ξεπνοημένο. Ανάλαφρο

Τώρα τραβάει χορευτικά

Προς τον βυθό


  -Τι πονεμένη,Θε μου, αναλγησία!


Εδω κηδεύεις τον εαυτό σου σε κομμάτια,

Και άδακρυς

Εσύ κεντάς μεταφορές, σαν τους ποιητές;

Σαν τους ποιητές.

Που με χαρτί για σάβανο

Κηδεύουνε

Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό.

Έναν ξένο.



`


****

Οι πεινώντες


Μακάριοι οι πεινώντες.


Γιατί αυτοί

όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα βρουν

Μια χούφτα ψίχουλα

Να μπουκωθούν

Να θρέψουν

Μέχρι τελικής

Την άσπονδη

Ένδεια.


Ενώ οι άλλοι.

Με στρωμένο εμπρός τους το τραπέζι

Αδύναμοι

να πιάσουνε πιρούνι

Ανόρεχτοι-

Πεινώντας

Ακατάσχετα

Για πείνα.


`


****



Η φλόγα της αφής


Τον Μίδα σκέφτομαι βεβαίως. Όπως εσείς.

Το ακόρεστο χρυσάφι που ανθράκευε

Κάθε του άγγιγμα. Ύστερα λέω:

Πώς γύρισε αραγε ανάποδα το θαύμα

Και ό,τι δέχεται το ελάχιστό μας χάδι

Απανθρακώνετα

Σ’ αορατη αστραπή;

Δεν έχω απάντηση.

Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς

Να εκτυλίσσονται

Σαν ρητορεία μυθεύματος

Περί των εγκοσμίων.

Θωπείας θυμίαμα

Ή το εξώτερον

Που με αντάυγειες χρυσαφιές

Τώρα μηδίζει αγγέλλοντας

Τα ερεβώδη.

Καύση των ζώντων.

Και στρεβλή ετυμολογία

Που όμως λέγει τ’ αληθή

Το άνω θρώσκω.


Σ’ αυτήν την τελετή

Μείνε νηφάλιος:


Το δέρμα σου

κρησφύγετο αφύλαχτο


Στης φλόγας

Την τρεμάμενη

Αφή.


`


*****



Αμοργός


Αυτός ο βράχος με το αλάτι του

Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.

Και το νερό του

Που σε ράντισε ασαράντιστο,

Πρώτο μετά το αμνιακό.

Κάτι αρμέγει μαύρο στ’ όνομά της

` Α μ ο ρ γ ό ς.

όπως πλατιά πού πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα

Νύχτα.

Η νύχτα η πιο-

Να φέγγει τότε κι η μικρή πυγολαμπίδα


`  Διάττοντας

Δεκαετία εξήντα του εικοστού

Κι ας έφυγε

Σφυρίζει αρόδου

Το παπόρι αθέατο

Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον

Με την καρίνα οργώνοντας

‘  Γραμμή

Τη θάλασσα της νοσταλγίας.


`  Την άγονη.


`


****



Το απόβαρο


Μιλάς με λέξεις.

Μεταφράζεις το άγνωστο

Σε κάτι πιο άγνωστο. Ανταλλάσσοντας

Τʼ ασήκωτο της ύλης μʼ ένα κίβδηλο

Χαρτοφυλάκιο

Γεμάτο άυλες μετοχές

Αντωνυμίες

Και ρήματα.


Ποιο χθόνιο λαρύγγι άραγε

Δίνει φωνή σʼ ένα φωνήεν;

Με ποιο στοιχείο αυτού του κόσμου

Συμφωνεί ένα σύμφωνο;


Μηδαμινές μπουκιές αέρα

Υποδύονται τέρατα. Σκέψου λοιπόν:

Για τον ψαρά

Η λέξη δίχτυ περιττεύει. Ατίθασα

Έμψυχα κι άψυχα ορμούν στις σημασίες

Σαρώνοντας. Ποδοπατούν

Το νόημα των ονομάτων και άηχα

(Τι εμπαιγμός! Τρία ηχηρά

φωνήεντα στο άηχα)

Σώμα με σώμα διεκδικούν

Ό,τι ονειρεύτηκαν πως είναι. Μεταλλάσσοντας

Έξω από γλώσσα κι από σκέψη

Το άγνωστο

Σε κάτι ακόμα πιο ερεβώδες.

Και ασήκωτο.


Στο άυλο

Απόβαρο

Της ύλης.


`


******



Το γραπτό


Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε;

Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου;

Ή να τον σπάσουμε;

Να εξαχνωθεί στη φαντασία

Και άφθαρτο

Ν’ αναδυθεί ένα σύμπαν από λέξεις; Η άμπωτη

Ν’ αφήσει πίσω της κροκάλες αισθημάτων;

Φόβους και όνειρα; (Τ’ απόνερα του ύπνου εννοώ.

Kαι τ’ άλλα, για το αύριο που βαραίνει). Αρχίζοντας

Πάντα το ίδιο ατέλειωτο γραπτό

Μ’ ένα ορμαθό

Από ρυθμούς και εικόνες. Νιώθοντας

Πως τίποτα δεν θέλουμε στ’ αλήθεια – πως

Ενα γραπτό είν’ ένα σύμπαν από τίποτα. Και πως


Αυτό το ατέλειωτο γραπτό

Είναι το γραφτό μας.


;


****



Τοπία του τίποτα


Ξανά το σήμερα κι η σπάθη τού αμετάθετου

Ξανά η άβυσσος του νου.

Δεν έχει εντέλει τίποτα

Πραγματικά δικό της

Μια μικρή στιγμή;

Κάτι δανείζεται απ’ το πριν

Κάτι απ’ το αύριο

Το ξεπληρώνει

Με το υστέρημα του άλλου.

Αέρινη

Κι όμως πατάει στο στήθος σου ατσάλι –

Ετσι ακριβώς

Οπως το σύμπαν περισφίγγει:

Ατσάλινο.

Γεμάτο τρύπες από θάλασσες κενού

Τοπία του τίποτα

Να πλέουν μέσα τους νησάκια νετρονίων

Και γαλαξίες. Ευφάνταστη

Φενάκη τού ορατού

Στη φτερωτή

Μπαγκέτα ενός ιλίγγου.


Που ηλεκτρισμένη

Μεταμφιέζει το μηδέν

Το πουθενά

Και το ποτέ


Σε κόσμο.


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου