Ο μουγγός
Όταν λέω Η σιωπή χρυσώνει, είπε ο μουγκός,
προϋποθέτω πως έχεις ήδη πολύ φλυαρήσει
με την άλλη πλευρά σου τη σκοτεινή
κρατώντας νύχτες πολλές τη λάμπα σου αναμμένη
μέσα στις μυστικές σκιάσεις. Αλλιώς
και μια ζωή σιωπής δε σε γλιτώνει,
θα μένεις πάντα κύμβαλο
που οι άλλοι το λιθοβολούν διασκεδάζοντας
την ώρα που εσύ μετράς ηχορυπάνσεις
γδύνοντας τις σάρκες απ’ τα κόκαλα, σήραγγες
της μουγκής σελήνης. Γι’ αυτό σου λέω,
ο ακροατής
πρέπει να ξέρει να φλυαρεί ώρες ατέλειωτες
και πάλι να διπλώνεται σαν το ερωτικό σεντόνι
στη ζεστασιά εκείνης της σιωπής
που έχει ετοιμαστεί προσεκτικά
μες στα μυριστικά του σκότους
Το αθέατο μέσα μας, 1988
Ο ποιητής
Τίποτα έτοιμο δε λέει να προσφέρει∙
χτίζει απλώς μια καλύβα, τη στολίζει,
κατανέμει σωστά το φωτισμό,
επιλέγει κατάλληλα τη μελωδία
κι αποχωρεί.
Η ευτυχία
επαφίεται εξ ολοκλήρου
στους εραστές.
(Δειγματοληψία Β' ,1996)
ΕΠΙΤΑΦΙΟ
Ενθάδε κείμεθα
ανώνυμοι και προδομένοι.
Χρόνια πασχίζουν με φτυαριές
να καλύψουν το χέρι μας
που επιμένει να δείχνει ακόμη
τους φονιάδες.
(Δειγματοληψία Α' ,1981)
Τους τριανταφυλλένιους κώνους αντικρίζοντας
στη λαγκαδιά του Κόραμε,
ρυτιδωμένοι μας παρέσυραν αιώνες
στα υπερφυσικά τα βράχια τα διάτρητα
–πώς είναι ένα σφουγγάρι ή μια κερήθρα–
τα πλήρη φώτων και πρωτόγνωρων χρωμάτων.
Και σαν αλλόκοσμοι κι εμείς, αλαφροΐσκιωτοι,
μες στο τρελό τοπίο τ’ αλαφροΐσκιωτο,
με τους μονόλιθους, θαρρείς, σφουγγάρια ή
υπερφυσικούς περιστεριώνες,
περάσαμε, χωρίς προσπάθεια, μ’ ένα μονάχα βήμα,
στη χώρα του παραμυθιού, όπου οι σκήτες
κι οι εικονογραφημένες εκκλησιές καλούσαν,
κενές κι όμως κατάμεστες, σε λειτουργία
τα σώματα και τις ψυχές μας
κάτω από τους ουράνιους τρούλους
που ο ίδιος έσκεπε ο θεός σαν πετρωμένος.
Κι ήρθε μέσα στο όνειρο ο Αϊ-Βασίλης,
ήρθαν οι ασκητές κατάξεροι φορώντας
τους μυτερούς τους βράχους για σκουφιά τους
και στάθηκαν μες στην κοιλάδα
πετρωμένοι κι αυτοί και φυτεμένοι,
ίδιοι γρανίτες των αιώνων.
Κι όπως κινήσαμε να φύγουμε κι η καρδιά μας
είχε, θαρρείς, μεταβληθεί σε σκήτη
κενή με αυλακώσεις και ρυτίδες,
τους είδαμε να χαιρετούνε μ’ ένα νεύμα
σκύβοντας το κεφάλι τους μη δούμε
αυτό που αιώνες κρύβουν πικραμένοι.
(Μαύρες ακτές,1994)
Γράφω το ποίημα που γεννήθηκε από σένα.
Το λούζω, το χτενίζω να μοσχοβολά.
Ύστερα χαϊδεύω την κρουστή του σάρκα.
Όμως καμιά ομορφιά δεν αντικαθιστά
άλλη ομορφιά. Κανένα ποίημα
δε σκορπά την ευωδιά σου.
(Δειγματοληψία Β’, 1996)
Ήρθε πολλές φορές ο θάνατος
πήρε πολλούς, γνωρίστηκε με τους υπόλοιπους
δεν υπακούει πια στις άνωθεν εντολές
έχασε και την αγριάδα του.
Τώρα μας επισκέφτεται σαν ένας
παλιός μας γνώριμος·
κάθεται με τις ώρες, κουβεντιάζει
κάνει το νοσοκόμο στα παιδιά.
Ο πόνος τον ημέρεψε. Σε λίγο
θα τον δούμε να κλαίει μαζί μας.
(Το αθέατο μέσα μας,1988)
Πού είσαι και μ’ αναγκάζεις να σου γράψω
στην εποχή του τηλεφώνου και του Ίντερνετ;
Σίγουρα τα ’χεις φτιάξει κιόλας με τον νέο
που φαντάζει στα μάτια σου ψηλότερος ακόμα
κι απ’ το ψηλότερο κλωνάρι τ’ ουρανού.
Παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου σου – μιλάει.
Παίρνω και το δικό του αριθμό – κι αυτό μιλάει.
Φανερό πως πιάσατε από ώρα την κουβέντα,
τα λέτε και χαριεντίζεστε, όλο γλύκες.
Θα γελάς συνεχώς – κι εγώ σπαράζω.
Τα κάλλη σου θα υμνεί – κι εγώ βουρλίζομαι.
Άραγε τα ίδια κάνεις και σ’ αυτόν καπρίτσια
ή έχεις αφεθεί, έχουν λυθεί τα μέλη σου
και παραδόθηκες στην άμετρή του γοητεία;
Πού είναι τα λόγια αγάπης, πού οι όρκοι σου:
«Εσένα μόνο αγαπώ και μόνο εσένα,
κανείς ποτέ δε θα χωρέσει ανάμεσά μας.»
Με τρώει η ζήλια, με λιώνει το μαράζι,
τρέμουν τα μέλη μου, σαλεύει το μυαλό μου.
Όμως μετά συνέρχομαι κι αναρωτιέμαι
μήπως σε αδικώ κι όντως με σκέφτεσαι
και προσπαθείς κι εσύ, όπως κι εγώ, γραμμή να πιάσεις
και την κρατώ ο μωρός εγώ κατειλημμένη,
ενώ κι εσένα τυραννούν οι υποψίες,
πως τάχα να, τηλεφωνώ στην Αριάδνη
που λάμπει στο στερέωμα όπως τ’ αστέρι
και περιφέρομαι, άστρο κι εγώ, ολόγυρά της;
Μα πάλι τέτοια σύμπτωση σ’ εμάς να τύχει,
να προσπαθώ την ίδια στιγμή που κι εσύ παίρνεις,
να κλαίω και να βουρλίζομαι
την ίδια τη στιγμή που κι εσύ κάνεις το ίδιο,
σαν δυο τρελοί που απλώνουνε απεγνωσμένα
ταυτόχρονα στον ουρανό τα χέρια
το ίδιο αστέρι της αγάπης να μαζέψουν;
(Και στρεβλές ρίμες, 2006)
Όταν η μνήμη αλγεί, ο ποιητής, διαθλαστής κι αστεροσκόπος των ονείρων, αναδύεται τιμαλφής μέσ’ από τον βαθύ χρόνο, μετέωρος στη διπλόη του ιστίου και συνθέτει χλωρά αναστάσιμα για το πανέρι της Φλώρας.
*
Δεν κρατάει λουλούδια, όμως σίγουρα είναι η Φλώρα, αφού τα πουλιά έχουν ήδη επιδημήσει κι από βαθιά επιστρέφουν κάτι ολοπόρφυρα καράβια και γράφουν πάνω στο κύμα αλήστου ή ληστού μνήμης, για να θυμίζουν τα χέρια που κρατούσαν άνθη κι ήταν ζεστά κι ήταν της Φλώρας κι ήταν αβρά κι ανθομυρίζαν, γιατί κι η κάθε επιστροφή είναι χλωρή και ανθοφόρα.
*
Επιστρέφω από τα βάθη κι ο άνεμος φυσά και με οξειδώνει, γιατί εισβάλλω χάλκινος σε χάλκινη εποχή, η χρυσή έχει παρέλθει ανεπίστροφα και τρίζουν τα οστά, σώθηκε το λιπαντικό της μνήμης και τα γρανάζια αλέθουν το χρόνο κι η άμμος τρίβει την οδύνη των ματιών. Να το λοιπόν που δεν είναι, δεν είναι εντέλει η κάθε επιστροφή ανθοφόρα.
*
Τι άνθη να συλλέξεις από μιαν άνυδρη εποχή, όπου ακόμα και η Φλώρα δεν κρατάει λουλούδια και τα ποτάμια στέγνωσαν και στέρεψαν οι πηγές κι από πού πια να αναβλύσει δροσερή μνήμη, αφού και τα μνήματα ξεβράζουν τους νεκρούς και προχωρούν στα σκοτεινά και πού καντήλι, πού ανθός να οδηγήσει τον τυφλό στη μνήμη που δεν είναι πια ανθοφόρα;
*
Αν οι αφροί είναι λουλούδια και τα κύματα αδιάλειπτα, τότε η Φλώρα δε θα δει στεριά, μόνο η βουή κι ο μακρινός αχός που κατοικεί στ’ άδεια κοχύλια θα συνάζει μνήμες και το αίμα έρχεται και φεύγει κυκλοδίωκτο σαν ήλιος και σαν γεράκι ψηφιδωτό, ενώ τα κορμιά διψούν και επιστρέφουν στην ακινησία, γι’ αυτό και δε φορούν το χώμα τους ν’ ανθοφορήσουν.
Flora Mirabilis, 1992)
Μη μου φορτώνεις πάλι τόσο υλικό
με την ελκυστική μάλιστα επιγραφή
«αγάπη». Το είδες και μόνη σου
τι απόμεινε μετά από την πρώτη κιόλας
απόσταξη.
Στον έρωτα δεν έχει ήττα ή νίκη∙
χαρίζονται το ’να στο άλλο τα κορμιά.
Όταν σε σμίγω μες στο φεγγαρόφωτο
γεμίζει ο κήπος μυστικές φωνές∙
ειρήνη βασιλεύει γύρω μας και μέσα.
(Δειγματοληψία Α' ,1981)
Μάνα,
τα “μαμά” και “μανούλα” που ήξερες
ξέχασέ τα. Κι άσε τα “μη”
και τα “να ’ρθείς νωρίς”.
Εγώ τώρα πια, μάθε το,
είμαι τυλιγμένος στις αφίσες
και τις κόκκινες σημαίες.
Ζεστές μάνα,
ζεστές και στοργικές
σαν τις φασκιές σου.
Αναδημοσίευση από το προφίλ της Ειρήνης Καραγιαννίδου: https://www.facebook.com/profile.php?id=100069035665196
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου