Βρέχει, κι εσείς στέκεστε όρθιος, στο κατώφλι τής εξώπορτας, περιμένοντας να τελειώσει το τσιγάρο που καπνίζει στα χείλια σας. Αναρωτιέστε πού να πάτε.
Σήμερα είναι Κυριακή, κι οι Κυριακές ευθύνονται για την ερημιά των πεζοδρομίων.
Κρατάτε μια ομπρέλα στο χέρι―μια ομπρέλα μαύρη που όταν διπλωθεί, μοιάζει σαν πουλί της δυστυχίας.
Ανοίγετε την ομπρέλα χωρίς να προσέξετε μη την ταρακουνήσετε πολύ. Οπότε, κανείς άλλος δε σας φταίει για τις αναμνήσεις που σας πέφτουν στο κεφάλι.
Αρχίζετε να βαδίζετε κάτω απ’ την ομπρέλα, κι αντιλαμβάνεστε πως είναι πολύ μεγάλη για σας. Έχετε το ίδιο συναίσθημα εγκατάλειψης όπως κι όταν αντικρίζετε το άδειο κάθισμα του αυτοκινήτου ή το αδειανό μισό του ανώφελα μεγάλου κρεβατιού. Είναι αυτή η ερημιά των κρεβατιών όπου ξεφυτρώνουν τα μανιτάρια της λήθης. Έξω απ΄την ομπρέλα βρέχει, αλλά κάτω απ΄την ομπρέλα βρέχει τις υγρές μνήμες των ημερών που είναι αδύνατον να τις θυμηθεί κανείς και να μη νιώσει ένοχος για το ότι δε φρόντισε να πάρει τα μέτρα του.
Συνεχίζετε να βαδίζετε κάτω απ’ την ομπρέλα. Αλλάζετε χέρι, κάνετε όλα αυτά τα άχρηστα κόλπα που κάνει κάθε μοναχικός άνθρωπος ένα πρωινό Κυριακής, προσπαθείτε να πείσετε τον εαυτό σας πως εσείς, μόνος σας, καταλαμβάνετε όλο το χώρο, πως δε λείπει τίποτα, κανένας, κάτω από το μαύρο ύφασμα. Οι πονηριές σας, όμως, δεν καταφέρνουν παρά να εντείνουν τη μοναξιά σας του κυριακάτικου περιπατητή.
Και τότε συνειδητοποιείτε τον απόηχο των βημάτων σας· αυτόν το ρυθμό που υπαγορεύει τις αναγκαστικές πορείες: μαστίγιο στη γαλέρα ή τυμπανισμοί σε τσίγκινα μικρά ταμπούρλα που συνοδεύουν το φασουλή στην γκιλοτίνα. Τότε σας έρχεται μια ακαταμάχητη επιθυμία να βάλετε τα κλάματα. Οπότε, φυσικά, βάζετε τα κλάματα.
Δε θα χρειαστεί παρά να κατεβάσετε την ομπρέλα, ώσπου η γυαλιστερή προοπτική του δρόμου να εξαφανιστεί πίσω απ΄το μαύρο ύφασμα πάνω στο οποίο θα συντριβεί το βλέμμα σας, για να μη βλέπετε πια παρά αυτό το ασημένιο πλέγμα που είναι σαν σκελετός πρωινής νυχτερίδας, κι αν φοβάστε μήπως σας δει κανείς, αρκεί να κλείσετε διακριτικά την ομπρέλα και να χώσετε το κεφάλι σας ανάμεσα στις μπαλένες, τάχα σαν να θέλατε να επαληθεύσετε την τελειότητα του μηχανισμού, ενόσω η βροχή θα πέφτει στους ώμους σας που κάπου κάπου θ’ αναριγούν, και τα δάκρυά σας θα γίνονται ένα με την υγρασία του υφάσματος.
Πηγή: Από το βιβλίο Αν δεν έχεις πού να κλάψεις, του Λουίς Σεπούλβεδα, εκδόσεις Opera 1998, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Αναδημοσίευση από: https://stigmalogou.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου