2007
Χρόνος πληκτικός,
οι εποχές άτονες, επίπεδες,
σαν να πατινάρεις απʼ άκρη
σʼ άκρη του παγοδρομίου.
Τον Αύγουστο φώναξα «Α!»
Τον Οκτώβριο φώναξα «Ωχ!»
Στη γιορτή μου
και στα γενέθλιά μου.
ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ
Το πιο πολύ του εαυτού μου στον καθρέφτη:
Το πιο πολύ του εαυτού μου να πεθαίνει.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Να ένα ρόδο, το ρόδινο του ονόματός του.
Το άρωμα να νοηματοδοτεί την σιωπή.
Δίνοντάς το, προσθέτω λίγα ακόμα δευτερόλεπτα
ως απόδειξη πως κάποτε ήμουν εδώ.
ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ
Μονότονα όσο τʼ όνομά μου,
τα τικ-τακ του ρολογιού είναι δικά μου
να τʼ ακούω, δικά μου να διατηρώ,
δίχως να σφετερίζομαι τα δικαιώματα
των άλλων. Δεν είμαι τόσο αφελής
ώστε να σταματήσω το ρολόι
μιας κιʼ ακόμα μαθαίνω να κολυμπώ –
δηλαδή, πως να εκλείψω
με χρυσό μετάλλιο.
ΙΚΕΤΗΣ
Ένας άγιος παρεμβαίνει στην προσευχή μου.
Ο Θεός στέλνει χαιρετίσματα, μου λέει,
και έχοντας διαβάσει τα ποιήματά μου
αισθάνεται πως σπαταλώ την ικανότητά μου
σε σοφία που δεν δύναται να λυτρωθεί.
Μα εγώ προσευχόμουνα να μου δοθεί
μια πίστη νʼ αγγίξω και να περιγράψω
και να την επιστρέψω σε ποίηση.
ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Μέρα με τη μέρα, όλο και πιο λίγο παραχωρώ τον εαυτό μου
στον εαυτό που είναι ο λόγος να συνεχίσω.
Αισθάνομαι του ίσκιου μου ο σκάρτος εραστής,
μα δίχως νʼ αντιστέκομαι σʼ αυτόν το ρόλο, μιας κι έμαθα
ότι οι πρεσβύτεροι ποιητές αντιμετωπίζουν πολλά,
πληγωμένοι απʼ όσα όφειλαν στον εαυτό τους. Σήμερα τράβηξα
την κουρτίνα της μπανιέρας, κι αντίκρυσα ένα σώμα γυμνό
που έκανε το καλύτερο που μπορούσε να με διεγείρει.
Άνδρας; Γυναίκα; Δεν τόλμησα
να κοιτάξω καλά-καλά. Μόνο που ποθούσα
για την στάση που θα ταίριαζε για την περίπτωση.
ΑΥΤΟΤΙΜΩΡΟΣ
Οι τρίχες των μαλλιών μου πονούν.
Κι εγώ νόμιζα πως είχα εξορίσει
κάθε βασανιστική σκέψη.
Η θλίψη μου είναι ότι δεν υποφέρω από θλίψη
κι έτσι υποφέρω τον εαυτό μου.
ΖΩΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ
Το πρωί σηκώνομαι, «Ματ!» ακούω.
Πάω για πιπί, «Ματ!» ακούω.
Ανοίγω το ραδιόφωνο, «Ματ» ακούω.
Σηκώνω το τηλέφωνο, «Ματ» ακούω.
Κάθομαι να γράψω, «Ματ» ακούω.
Τι στο διάολο, δεν είμαι ο βασιλιάς,
ένας κοινός θνητός είμαι («Ματ!»).
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Με κουστούμι μπλε, μαύρο ή γκρίζο σε λεπτό ριγέ,
στην τρίχα να ντύνει αυτό που μέσα μου εξέλιπε,
την ψυχή μου στρογγύλευα κάνοντας το γύρο του κόσμου,
τʼ όνομά μου συνοδός του υποθετικού εαυτού.
Ακόμα και τα λόγια μου ήταν ποζάτα:
φωνές μιας βασανισμένης ζωής.
Βίωνα με φαντασιώσεις, όπως ένα παιδί γράφει
για ήρωες και περιστάσεις της φαντασίας του.
Έπρεπε ναʼ μαι ευτυχής που δεν ήμουν εγώ –
και να σκεφτείς πως ευτυχία πλαστή δεν υπάρχει.
Η ζωή δεν συγκατατίθεται με παρά πάνω από ζωή.
Κι εγώ προσπαθούσα να δω και νʼ ακούσω
ό,τι δεν ήταν ορατό ή ακουστό,
τι δεν ήταν τμήματα δίχως σύνολο.
Πεθυμούσα ναʼ μαι κάθε άποψη και λειτουργία της πραγματικότητας,
όχι ένας με κουστούμι σε λεπτό ριγέ που μʼ έκανε
αυτό που δεν είχα την τύχη – το σθένος – να γίνω.
ΓΙΑΤΙ;
Σήμερα γιατί αισθάνομαι
ότι οι λέξεις θέλουν να μείνουν μόνες;
Ότι ο ήλιος θα προτιμούσε
να δύσει σʼ άλλη χώρα;
Ότι η λήθη κρυφάκουγε
να μάθει την φιλοσοφία της ζωής μου;
Γιατί υποπτεύομαι την ηλικία μου
να θέλει να πληρώσω κάθε δεκάρα μέχρι εδώ;
Γέννημα τυχαίο, αισθάνομαι τουλάχιστον απαραίτητος
σε μια ζωή που δεν βγάζει νόημα, εκτός από
τις λέξεις που σήμερα θέλουν να μείνουν μόνες,
αφήνοντάς με ακόμη πιο μοναχικό στην μοναξιά μου.
ΑΓΑΠΗ
Η αγάπη έχει αρχή και μπορεί και συνέχεια
μα με αλλαγμένη έμφαση,
σαν σκουριά σε καρφί.
ΕΞΙΛΕΩΣΗ
Όπως η ακτινογραφία δεν δείχνει φυλή ή θρησκεία,
έτσι κι ο ουρανός δεν είναι ούτε ρατσιστής ούτε σεχταριστής.
Ο θάνατος μας πισσάρει όλους με την ίδια βούρτσα.
Η μόνη μου ελπίδα είναι τη στιγμή του θανάτου
να υπάρχει άγγελος να μου πει «Περάστε!»
Πηγή: http://www.poiein.gr/2008/01/07/aeuiico-aeiyiao-athaaea-dhiethiaoa/
ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μερικοί είπαν: «Χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι!»
Μερικοί: «Στον αγύριστο!»
Μερικοί απέρριψαν την ενοχή τους με μια χυδαία χειρονομία.
Μερικοί είπαν: «Εξάγωνο!» και ξέσπασαν σε χαχανητό.
Άλλοι πρότειναν: «Μασονικό σύμβολο».
Και όλοι να ευλογούν τις ακροβυστίες τους.
Αλλά υπήρχαν κι αυτοί
που γονάτισαν να ψαύσουν,
σαν το σύστημα Μπράιγ οι τυφλοί,
το γεμάτο στάχτες χώμα.
ΠΟΙΟΣ Ή ΠΟΙΟΝ
Όπως ένα σύννεφο
σημαίνει αυτό που είναι,
και τίποτε περισσότερο,
κάθομαι
και προβάρω αυτό που είμαι
σε έργο θεατρικό
που περικλείει θεατές.
Και όπως ένα σύννεφο
σημαίνει αυτό που είναι
ό,τι σημαίνει για μένα,
και τίποτε λιγότερο,
υποκλείνομαι
μπροστά σ’ ένα κοινό
δίχως εμένα.
Η ΑΜΑΖΟΝΑ
Οδηγεί σαν να κοσκινίζει. Τ’ αμάξι της, άρτε πόβερα
της πρώην μορφής και κόστους του.
Μα για το στρίγγλισμα των φρένων
(η διάλεκτός της πλέον),
θα κατέληγα προφυλακτήρας
καθώς βάδιζα, οι σκέψεις μου
γκραφίτι στον τοίχο του ανέμου.
«Να σε πάω κάπου;» φώναξε,
αδιάζοντας τη φωνή της από τ’ αμάξι
μέσα στην πραγματικότητα που με περιείχε.
«Μέχρι τη γωνιά πάω, ν’ αγοράσω εφημερίδα,»
απάντησα, δείχνοντάς της πώς χαμογελώ.
Πάτησε γκάζι κι έφυγε, λες με άκρως απόρρητο μυστικό.
Δεν ξέρω γιατί την φαντάστηκα να μουρμουρίζει μόνη της
«Τι με νοιάζει πώς ζεις δίχως εμένα».
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
Μνήμες προσφοράς, τα χέρια μου.
Αν όχι τόσο σεμνά, θα φτιάχναν
έναν κατάλογο το μάκρος της Αφρικής.
Υπάρχουν μέρες που μετανοιώνω
γι’ αυτά τα χέρια. Θα προτιμούσα
να χαλάρωναν και να κουνιόνταν σαν κουρτίνες
στον αέρα. Μα ακόμα κι αν στις τσέπες μέσα
τα φυλάκιζα, θα μπορούσε η καρδιά
να’ ταν δεσμοφύλακας; Όχι! Ανέκαθεν ήμουν
ιδιοκτησία των χεριών μου - κι αυτά
πάντα πολυάσχολα για να χειροκροτήσουν.
ΑΡΣΕΝΙΚΟ, ΘΗΛΥΚΟ ΚΑΙ ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΤΙΠΟΤΕ
Ξυπνώ. Ανοίγω το παράθυρο. Δεν βλέπω τίποτε.
Εξαφάνισα τον κόσμο τραβώντας την κουρτίνα;
Κοιτάζω. Όχι, πίσω δεν υπάρχει τίποτε, ούτε στης κουρτίνας τις πτυχές.
Δεν χαρακτηρίζομαι από αδιακρισία,
κι αν είμαι κοσμοαγάπητος είναι γιατί ξεπερνώ τις δυσκολίες μου,
γιατί κανείς δεν παίρνει χαμπάρι πόσο ποικίλως στριμωγμένος είμαι,
και εκτός από ένα ευγενικό χαμόγελο, δεν κάνω τον σπουδαίο.
Τώρα το τίποτε που αντικρίζω είναι τρόπος βιασμού του εγώ;
Πρέπει να πάω στο μπάνιο να ξεράσω ό,τι δεν γεύτηκα,
να εφεύρω άλλα σύνορα για τις περιπλανήσεις των ματιών,
και μετά είναι στο χέρι της εκλεκτής μου φαντασίας να κρώξει
τι δεν ήταν και που δεν ήταν και άλλοι, και άλλες και άλλα.
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ…
…τον ήλιο που μελετά τα υπέρ και τα κατά
με σύννεφα να είναι καλυμμένος,
αν στήσετε το σώμα μου στο φως,
ένα υδατόσημο θα δείτε
στη θέση της καρδιάς που έπαλε ολόκληρη ζωή
με ποιήματα που δεν γράφτηκαν ποτέ.
ΤΡΙΤΑ ΞΑΔΕΛΦΙΑ
Ανοίγει ένα παράθυρο, και μεμιάς όλα σκύβουν να την αποφύγουν.
Ο γείτονας βγάζει το ακουστικό βαρηκοϊας.
Τα γέλια των παιδιών γίνονται συντρίμμια.
Αν, όταν και όπου χαμογελάσει -- κι αυτό μάλλον
αντιγραφή από αρχαία ελληνικά αγάλματα --
αισθάνεσαι την εγκαρδιότητα να φεύγει από μέσα σου.
Αν σε χαιρετίσει δια χειραψίας, μην εκπλαγείς
αν αργότερα σε κατηγορήσει για σεξουαλική παρενόχληση.
Στουπί στην απάθεια, δεν ζει μέσα σε κανένα,
εκτός ίσως στον γυιό της και την νύφη της
(αν αυτή είναι τόσο γενναία), το εγγόνι της πολύ μικρό ακόμα
για να περιέχει το κενό. Χωρισμένη, βέβαια.
Αλλά ποιός με ζιζανιοκτόνο έλουσε τον γάμο, δεν γνωρίζω.
Καημένη τρίτη ξαδέλφη, κολυμπάς στο χρήμα,
και όλο ψαχουλεύεις το πόμολο της πόρτας πριν το γυρίσεις,
σαν να φοβάσαι ότι από την άλλη είναι ο γείτονάς σου,
και θα ανεβάσει στο φουλ το ακουστικό βαρηκοϊας.
ΑΠΩΛΕΙΑ
Τι θα ήταν δίχως τη φωτογραφία σου, αυτή η μοναξιά;
Για έναν, μια φωτογραφία είναι αβρότητα για θύμηση. Μίασμά της.
Και σαν να μην ήταν αρκετό το διάφανο τρένο της αυγής
να με μεταφέρει σε μια έκσταση απώλειας, έρχεται κι ο παλιατζής
να γκαρίζει με μια μουντάδα νότες
πόσο θλιμμένα γυμνός είμαι, χαμένος σ’ ένα ατέλευτο όνειρο
για κάποιον που ήξερα, που δεν φαντάστηκε ποτέ ποιός είμαι.
ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Κάθομαι στον κήπο μ’ ένα κουλούρι στο χέρι
που με μασάει παρά να το μασήσω.
Πουλί λιαν οξύνου το αντιλαμβάνεται,
και με βλέμμα πιο ανθρώπινο σε πτηνό
δεν έχω δει ποτέ, εκτελεί μπροστά μου,
άφοβα τελείως pas de bourré.
Αντίο κουλούρι… καλύτερα φτερωτό
παρά στο στομάχι μου μέσα!
ΕΚΚΛΗΣΗ
Παιδί που ήμουν κάνε πέρα,
πάρε μαζί σου και το στεφάνι.
Είναι σαν να πιάνομαι στα βρόχια.
Η καρδιά φορτωμένη με κάθε είδους μαραφέτι,
υπήρξαν τόσοι τρόποι εξάσκησης στη δυστυχία.
Παιδί που ήμουν, η απρόσκλητη αν όχι απρόκλητη
εισβολή στα γηρατειά μου δεν είναι φύλλο που πέφτει
αθόρυβα. Είναι η βιογραφία που απέρριψα,
με τέτοια όνειρα ελπίδας που κανείς δεν κατάλαβε.
Ξέρω πως η αγάπη σου είναι ακόμη άγνωστη, παιδί που ήμουν.
Ξέρω πως τα χείλη σου σουφρώνεις για ένα μάγουλο ν’ αγγίξεις.
Μα μετά από τόσα χρόνια δεν θέλω να είμαι κολλημένος
στο φουστάνι της μητέρας που ενεχυρίασε ο πατέρας.
Άσε με να σπρώξω τον εαυτό μου σε μια ζωή, φέροντας τη χαρά ενός παιδιού.
Πηγή: https://www.poeticanet.gr/poiimata-metafrasi-idioy-agglika-a-513.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου