Το σιντριβάνι στη μέση της άδειας πλατείας οξύ μεσημέρι. Βρέχει απρόσεκτο περαστικό και δεν τον νοιάζει.
Λεπτοδείκτες σταματημένοι στον κήπο. Ηλιοτρόπιου νύστα.
Δυο άγνωστοι κοιτάζονται στη σκιά ενός δέντρου περιμένοντας στο φανάρι να ανάψει το πράσινο. Γυναίκα και άντρας, κατάματα.
Ο σκύλος κοιμάται κολλημένος στη σκιά ενός τοίχου. Αφάνταστα μόνος.
Παγωμένη γκαζόζα αφήνει έναν κύκλο υγρασίας στο τραπέζι του καφενείου. Τον διατρέχει διψασμένο το χέρι.
Ένα παιδί χαμογελά στο φακό πασαλειμμένο με παγωτό που στάζει στο φανελάκι.
Στη στάση πλήθος, το λεωφορείο δεν έρχεται και απέναντι το σουβλατζίδικο σερβίρει γύρο και μπίρα παγωμένη στο ποτήρι.
Τα κάγκελα μιας μονοκατοικίας πηγμένης στο σεληνόφωτο. Ξεμοναχιάσματα πίσω απ’ το γιασεμί.
Χάχανα πάνω στη μοτοσικλέτα που προσπερνά δέκα αμάξια στη σειρά.
Θερινό σινεμά στην ταράτσα. Ταινία παλιά. Φεγγάρι καινούριο. Μόλις σβήσουν τα φώτα αγκαλιά.
Νερό κρατημένο σε εκείνη τη μαρμάρινη κρήνη στη μέση του αγνώστου. Ανοίγεις τη βρύση και τρέχει και τούτο μαρμάρινο.
Γυναίκα μαυρισμένη απ’ τον ήλιο. Γελά με κάτασπρα δόντια. Καρδιά κατακόκκινη.
Ένα οποιοδήποτε νησί του Αιγαίου. Ψηλά πολύ. Περαστικός κοιτάζει κάτω ένα ακριβέστατο γαλάζιο. Γυρνά πιο φωτεινός, πιο ξένος.
Σαββατοκύριακο. Οι Αθηναίοι κατεβαίνουν στα χωριά. Να δούνε το χωράφι του πατέρα. Αν θα ’χει φέτος λάδι η ελιά.
Η συκιά στο βενετσιάνικο κάστρο τρυγητός του πουλιού.
Μια φέτα ψωμί με λάδι, ρίγανη, τριμμένη ντομάτα, αλάτι χοντρό.
Τσιμεντένια αυλή, έχουν μόλις ποτίσει. Ο δυόσμος παροξύνεται στο άγγιγμα.
Άσεμνα περιοδικά του εξαδέλφου κρυμμένα κάτω από το στρώμα. Έχει ψηλώσει και είναι ωραίος.
Σούρουπο μέσα στο νερό. Πώς ησυχάζει έτσι η θέληση;
Το παλιό νεκροταφείο της πόλης το μεσημέρι, αντίλαλος του ασβέστη.
Ψαράκια στην άκρη άκρη του γιαλού. Ένα σμήνος περίτρομο σε παραλλαγή βέλους. Ελάχιστα πειστική.
Έφηβες, λιανές στο κύμα. Ιππόκαμπου η ράχη κι η χάρη.
Δεκαπενταύγουστος. Σαν δεκαπεντασύλλαβος κομμένος. Τον συμπληρώνουν τα πουλιά.
Ταξιδεύοντας με ανοιχτό το παράθυρο. Τραγούδι στο ράδιο. Γυάλινο, αράγιστο σήμαντρο.
Βράδιασε. Έλα να βγούμε λίγο έξω. Να σε αισθανθώ ξανά με φεγγαράδα.
Ημέρες τρεις μέχρι την άδεια. Βαστάει η καρδιά με τόσα λίγα.
Μόλις βγαλμένος απ’ τον ήλιο. Με κοιτάζεις με όλες τις ρυτίδες του χαμόγελου. Θέλοντας τόσα όσα εγώ.
Τέλος Αυγούστου. Αύριο θα ανοίξουν πάλι τα σχολεία. Μα εσύ να μείνεις θες αγράμματος, αγροίκος να γυρίζεις.
Θεώνη Κοτίνη, Ο χρόνος είναι, εκδ. Μελάνι.
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2019/01/30/%CE%B8%CE%B5%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%AC-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου