Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Νατάσα Χατζιδάκι - Ποιήματα

 Θαλασσογραφία

Στο βάθος ξαπλωμένος σε φορείο ο κόκκινος πολυεστέρας
αμέσως μετά η θάλασσα καρφωμένη πάνω στο τσιμέντο
έτσι μπορούν να πατούν μέσα στα πλαστικά κύματα
είναι ωραίοι
σαν δυο επιπλοποιοί που μόλις περπάτησαν στην θάλασσα της
Γαλιλαίας
κι εδώ μπροστά
έχω ένα πυρίμαχο σπιτφάιαρ της τράιομφ
κι όλα λάμπουν σαν κατσαρόλες
μέσα στην αργή βράση των προβολέων.

 Από τη συλλογή: Ακρυλικά, Πολυπλάνο, 1976.


Αυτή που είχε μαύρα μαλλιά
Ήταν μια εποχή για την αόρατη
μέσα στην σαρκοφάγο του παλτού της:
Ανασηκώνει το καπώ και κουλουριάζεται
ζελέδες κόκκινους πού φτύνει
νυφικό πύθωνα στολίζει
έρπει
στην νάρκη.
Ήταν μια εποχή για την αόρατη την
στέγασαν τα μάλλινα μαλλιά της
σαν μήκος κύματος περιπλανήθηκε
χάιδεψε γέλια πού στην αιγιαλίτιδα της έσπαζαν
η ασταθής φυγόκεντρος τους κομματιάζει.
Σε διακεκαυμένη ζώνη μαύρη ήταν
με κρίκους χάλκινους να λάμπουν
στους καρπούς της
κι ό,τι της έμεινε, ράχη Ψαρρών
επίστρωση ισχνή πού θα ξεφτίσει
τα άλλα τα παληά ν’ αποκαλύψει
να μείνουν έτσι ξαφνικά
ανακλητά.
Από τη συλλογή: "Δυσαρέσκεια", Πλέθρον, 1984.

Σκηνές από μια ερωτική πράξη

Ορχεοειδή μιας άγνωστης ηβικής χώρας εις τον βυθό καταλήγουν. Γοργές ματιές ανταλλάσσουν όσα εσιώπησαν οριστικά στους Βόρειους Πόλους των Ψεμάτων. Όσα στις στέπες εσιώπησαν οι Αλταμίρας των Αισθήσεων. Κοάζει ή Χηρεία όσων επρόκειτο να λάβουν χώρα, να χρηματιστούν, Ο διαρρηκτός χυμός της απουσίας τα αρπάζει. Χάσματα τα κλονίζουν και κυμαίνονται. Μια ’δηλος Αναπνοή τα κατατρύχει. Καθώς το ήλιον της ομιλίας σου, ό Ημιέλλην αυτός Βάρβαρος της Συνουσίας, παρεκτρέπεται. Διεκδικεί.
Από τη συλλογή: "Άλλοι", Κέδρος, 1990.
Αναπαραστατικό
Η ευκαιρία για το αναποδογύρισμα των τιμών
πρόβλημα σκοτεινού κιβωτίου - λες κι επιμένεις
κι έχω τις γόβες μου στο συρτάρι του διαδρόμου
γιατί έρχομαι πάντα στο κρεβάτι σου νύχτα
στις κορυφές των νυχιών μου
του άρπαξα το περίστροφο και βύθισα την κάνη στο στόμα κι
ήμουν βέβαια
τώρα νεκρή κι ήμουν βέβαια τώρα βαθυέρυθρο φύλλο στο
πεζοδρόμιο.
Μη με ρωτάτε, είναι καλός ο καιρός
είναι ή μέρα ζεστή
η θάλασσα το υπέροχο γκρίζο. Θα μπορούσε να πει: δεν άλλαξε
τίποτα, γιατί
του αρέσω ακόμη και τώρα
μέσα σ’ αυτό το άσπρο και λιωμένο πειραματικό μεσοφόρι
μέσα σ’ αύτη τη βύθια
συνεχώς απονευρούμενη άνοιξη
μέσα σ’ αυτό το έκζεμα πάθος πού διαλύομαι.
Από την συλλογή: "Βαθυέρυθρο", Νέο Επίπεδο, 2005.

Διακοπές μιας βόρειας
Για τους μεγάλους τελικούς οί πένθιμοι
τραβούν μαζί τους ύμνοι την βραδιά μου πού πεθαίνει.
Μέσα στο στόμα του τα χείλη μου
άσπρα τα ρούχα
πού φορά και με φωτίζουν.
Μου δίνουν λίγη λάμψη
και την παίρνουν. Γκρίζα κουρέλια. Πολυελαίους του
μυαλού μου.
Το μαύρο αυτό τα κοφτερά του χείλη το διέσχισαν.
Χλόες των δέντρων οι απειλές πού τον φοβούνται.
Το λεπιδόπτερο, από ρεύμα ανατράπηκα, τα ζωτικά
φορτία σπάζουν
σπάζει
μεμβράνες οικειοτήτων με την άνοιξη
όμοια δεύτερα εναλλάξ με πρώτα.
Σατέν εσάρπα του αφήνω στις οπές.
Τρέχω ακατάπαυστα και κυματίζω.
Νούφαρα οι πολύποδες νερών
με ανεβαίνουν
κι εγκαθιστούν
με αιματωμένο ρύγχος οικισμούς.
Προς χάριν.
Από την συλλογή: "Δυσαρέσκεια", Πλέθρον, 1984.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου