Έφαγα σαπισμένα πορτοκάλια,
παλιά χαρτιά, άδειους περιστεριώνες
και βρήκα το κορμάκι μου από αρουραίους φαγωμένο
στον πάτο της στέρνας με τα μαλλιά των τρελών.
Τα ναυτικά μου ρούχα
δεν ήταν μουσκεμένα με των φαλαινών το λάδι,
μα είχαν την τρωτή αιωνιότητα των φωτογραφιών.
Πνιγμένο, ναι, καλά πνιγμένο,
κοιμήσου γιόκα μου, κοιμήσου.
Αγόρι νικημένο στο κολέγιο
και στο βαλς του πληγωμένου ρόδου,
σκιασμένο με το σκοτεινό λυκαυγές
του χνουδιού στους μηρούς,
σκιασμένο με τον ίδιο του τον άντρα
που μασούσε ταμπάκο στο αριστερό πλευρό του.
Ακούω ένα ξερό ποτάμι γεμάτο από κονσερβοκούτια
όπου τραγουδάνε οι οχετοί
και ρίχνουν τα πουκάμισα γεμάτα αίμα.
Ένα ποτάμι ψόφιες γάτες που μιμούνται άνθη κι ανεμώνες
για να εξαπατήσουν τη σελήνη
που γλυκά πλαγιάζει πάνω τους. Εδώ μόνος με τον πνιγμένο μου.
Εδώ μόνος με τη δροσιά των παγωμένων βρύων
και με καπάκια από τους τενεκέδες. Εδώ, μόνος, βλέπω πως μου έχουν κλείσει πια την πόρτα. Μου έκλεισαν την πόρτα
κι υπάρχει μόνο μια παρέα από νεκρούς
που ρίχνουν στο σημάδι κι άλλη παρέα από νεκρούς
που στην κουζίνα ψάχνουν πεπονόφλουδες,
κι ένας μοναχικός ,γαλάζιος, ανεξήγητος νεκρός
που με ψάχνει στις σκάλες,
που απλώνει τα χέρια του στη στέρνα
την ώρα που τ’ αστέρια γεμίζουνε με στάχτη
τις κλειδαριές των καθεδρικών
κι οι άνθρωποι μένουν ξαφνικά μ’ όλα τα παιδικά τους ρούχα.
Τα παιδικά μου χρόνια για να ψάξω, Θεέ μου!
Έφαγα στυμμένα λεμόνια, στάβλους, εφημερίδες μαραμένες,
αλλά τα παιδικά μου χρόνια
ήταν ο αρουραίος που έφευγε απόνα κήπο θεοσκότεινο
και κουβαλούσε ένα φέρετρο χρυσό
ανάμεσα στα μικροσκοπικά του δόντια. 7 Οκτωβρίου 1929
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου