Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Λένα Παππά - Ποιήματα

 [Ιούλιος-Αύγουστος]

Ὁ ἡλιοφόρος Ἰούλιος λίγος,
ὁ εὔγευστος Αὔγουστος ἐλάχιστος
καὶ πότε κιόλα ὁ σιγαλὸς Σεπτέμβριος.

Πρὸς τὸ κενὸ καλπάζοντας
νὰ κρατηθεῖς, ἀπὸ ποῦ
νὰ φύγεις,
κλειδί—κλαδί δὲν ἔχει ὁ χρόνος λεῖος, ἀπότομος
κάθε στιγμὴ του γκρεμὸς — πῶς νὰ σώσεις
τὴν ἀστραπὴ τὴ ζωή σου
—μ’ ἕνα ποίημα, μ’ ἕνα παιδί,
μ’ ἕνα ἄγαλμα στὸ μουσεῖο;

Μία, δύο καὶ τρεῖς φορὲς κι ἑκατοντάδες
κι ἂν ἔρθει ὁ Ἰούλιος
κι ὁ Αὔγουστος ἂν ἔρθει πάλι
στὸ θάνατό σου θὰ σ’ ἐγκαταλείψουν
ποὺ λίγο-λίγο, καθημερινὸς σ’ ἔχει κερδίσει, ὅσα
φιλιὰ κι ὅσα φτερὰ
μέσα τους κι ἂν ἐπρόφτασες νὰ θησαυρίσεις.

 

[Παραμόνεψα]

 

Παραμόνεψα τόν εαὐτό μου καί τόν βρῆκα
νά ἐκπυρσοκροτεῖ- ὅπλο φονικό-
μέ στόχο την καρδιά μου
μέ τρομερά σαγόνια να καταβροχθίζει τόν καιρό
νά σέρνεται μέσα στῆς προσευχῆς τή θλίψη
μέ ὑψωμένη τήν γροθιά νά φοβερίζει ἄγνωστους θεούς
μέ ἀπεγνωσμένη λύσσα καί νά κλαίει
γιά τόν χαμό μιᾶς πεταλούδας.

Κάποιες φορές φορώντας διάδημα ἀπ’ ἀστέρια
φτερά ν’ἀνοίγει σέ οὐρανούς ἀνείδωτα γλαυκούς
νά ὑπνοβατεῖ πάνω σέ ρόδα καί μαχαίρια ἀκονισμένα
στούς τάφους τῶν ἐρώτων του νά ὀλολύζει
καί νά χορεύει μές τά καταγώγια τῶν πόθων, τόν χορό
τῆς ἄνομης Σαλώμης

γεμάτος γύρη καί μοσκοβολιές νά γέρνει
σέ ἀνθισμένους κήπους τοῦ Μαΐου
καί μέ τό γυάλινο κλειδί τῆς μνήμης
νά προσπαθεῖ νά ξεκλειδώσει τό σεντούκι τῶν παραμυθιῶν.

Παραμόνεψα τον ἑαυτό μου καί τόν εἶδα
πίσω ἀπό τά τυφλά ὀνόματα, τίς μαῦρες λάμψεις
πίσω ἀπό τους πικρούς καθρέφτες τῆς ζωῆς
Ἄγνωστο, Φοβερό
νά μέ παραμονεύει.

 

[Στιγμιότυπο]

 

Κάθησε ἐκεῖ πρόσεχε μή χύσεις τό γάλα σου.

Μαμά γιατί τό γάλα εἶναι ἄσπρο
πότε θά μοῦ πάρεις ἕνα ποδήλατο
ποῦ πάει ὁ ἥλιος ὅταν δύσει
ποιός ἀνάβει τά ἄστρα
πεθαίνουν οἱ κοῦκλες;

Τί θά πεῖ φωτόνια
ὑπάρχει στ’ἀλήθεια ἡ φεγγαρόλουστη
τί εἶναι τά χάπια τῆς εὐτυχίας
ποῦ εἶναι τό τόπι μου
ποιός ἔμαθε τά πουλιά νά τραγουδοῦν
πότε παντρεύονται τά μερμήγκια
γιατί μετά τό καλοκαίρι ἔρχεται ὁ χειμώνας
τί θά πεῖ κρίσιμη ἡλικία
ποιός γέννησε τό Θεό
γιατί πεθαίνουμε
μιλᾶνε τά ψάρια;

Γιατί ἡ Κοκκινοσκουφίτσα πῆγε στό δάσος
ἀφοῦ ἤξερε πώς ἦταν ἐκεῖ ὁ λύκος
τί θά πεῖ βόμβα μεγατόννων
γερνᾶνε οἱ ἄγγελοι;

Γιατί νά μήν έχουμε καί μεῖς φτερά
πῶς γίνεται ἡ πλύση ἐγκεφάλου
τί χρειάζονται οἱ μῦγες
θά μέ ξεχάσεις ὅταν πεθάνεις;

Πότε θά πᾶμε ταξίδι στό φεγγάρι
σ’ ἀρέσουν τά ροδάκινα
ποῦ βρίσκεται τό ἀθάνατο νερό

Γιατί ἔκανες «ἄχ»
κάθε πότε γίνονται οἱ πόλεμοι
τίς φοβᾶσαι τίς κατσαρίδες
οἱ κουτοί πᾶνε στόν Παράδεισο
ποῦ εἶναι ὁ Παράδεισος
– γιατί δεν μοῦ ἀπαντᾶς;

Μαμά ὅταν μιλάει κανείς πολύ
τελειώνει κάποτε ἡ φωνή του;

 

[Η μνήμη σου]

 

Ἡ μνήμη σου
διάττοντας φλογερός
ἄγριος κομήτης
αὐλακώνει τόν οὐρανό μου
πυροπολεῖ τίς νύχτες μου

Ἡ μνήμη σου
ξυπόλητο ζητιανάκι
κλαίει μπροστά
στήν κλειδωμένη μου πόρτα

Ἀγκάθι κάτω ἀπό τό πέλμα μου
λεμονανθός στά μαλλιά μου
δροσερό νερό στό ποτήρι μου
ἡ μνήμη σου

Θάνατος πού μέ ζεῖ
ζωή πού μέ πεθαίνει.

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/72271

.........................................................................................

Το κέρδος της απώλειας
Κάτι, για να το χάσεις
πρέπει κάποτε να το είχες.
Κι αν κάποτε το είχες και τώρα όχι πια
πλούσιος από την ανάμνησή του πάλι μένεις
αφού και το χαμένο κάποτε ήταν κερδισμένο.

Αλλοίμονο από κείνους που ποτέ
δεν έχουν χάσει τίποτε
που τίποτε να χάσουνε δεν έχουνε
σ’ αυτόν τον κόσμο.


Το Λάθος
Στο κάτω-κάτω
όλα είναι δανεικά.
"Ού παραμένει ο πλούτος
ού συνοδεύει η δόξα".
Δανεικά, σου λέω,
κι ο θάνατος μεγάλος τοκογλύφος
στα παίρνει ώσπου να πεις "κίμινο"
– μέχρι κεραίας.
Άλλωστε, εκεί που πας, τι να τα κάνεις;
Και μη μου πεις πως κάτ θα είναι εκεί που πας
το δείχνει επαρκώς η παγωμένη όψη
του οποιουδήποτε νεκρού: το Τίποτε
σε όλο του το μαύρο μεγαλείο.

Λοιπόν, μην κλαίγεσαι, παράτα τα όλα
χρησικτησία είχες μόνο
και πρόσκαιρη νομή: με προθεσμία.
Κι αν έκανες το σφάλμα υπερβολικά
να τ’ αγαπήσεις
βέβαια θα είναι πιο οδυνηρό να τ’ αποχωριστείς.
Αν έκανες θυσίες, κόλπα κι αμαρτίες
για να τ’ αποκτήσεις
θα είναι δυο φορές πιο οδυνηρό.

Όμως το ήξερες απ’ την αρχή πως ήταν λάθος
λάθος κατάδικό σου, Κατάδικε του λάθους σου.
Και ήξερες και το άλλο
παντού εμφανώς ανηρτημένο:
"Μετά την απομάκρυνσιν εκ της ζωής
ουδεμία μεταμέλεια αναγνωρίζεται".
Λοιπόν;


Yπαγορεύουν συμπεριφορές
Η λέξη "Προσοχή" σε κάνει να συσπειρώνεσαι
η λέξη "Έξοδος" σε ανακουφίζει κι ας μην ξέρεις από τι
η λέξη "Απαγορεύεται" σε αναχαιτίζει
η λέξη "Ποτέ" σε κάνει να δυστυχείς
η λέξη "Πάντα" να χαμογελάς ειρωνικά
η λέξη "Κίνδυνος" σε προβληματίζει
η λέξη "Θεός" σε πλημμυρίζει δέος
η λέξη "Έρωτας" σε κάνει να καρδιοχτυπάς
η λέξη "Θάνατος" σε γεμίζει περιέργεια και τρόμο.

Αυτό που νιώσαμε
Αυτό που νιώσαμε και όχι
αυτό που ζήσαμε
που επιδιώξαμε και γράψαμε
με γράμματα χρυσά επάνω στις ταμπέλες μας
μονάχα αυτό που νιώσαμε θυμόμαστε
και νοσταλγούμε και φοβόμαστε.
Αυτό μονάχα
είναι η αλουργίδα μας, ο πλούτος μας
το παραμύθι και η παραμυθία
η ευτυχία μας και η δικαίωση
σ’ αυτόν τον κόσμο.

Δύσκολη ισορροπία


Υπάρχουν εκείνοι που στα γράμματά τους

δεν έχω ακόμα απαντήσει

κι εκείνοι που δεν περιμένουν από μένα

καμιά λύση.

Υπάρχουνε κι άλλοι, που σαν τις αράχνες

παραμονεύουνε στα σκοτεινά

πότε το εντομάκι της χαράς μου θα φανεί

για να το θανατώσουν

κι εκείνοι που επίτηδες αργοπορούν

να ‘ρθουν κοντά μου

για να με αποκαρδιώσουν.

 

Ανάμεσά τους πρέπει, Θέ μου, για να ζήσω

στου ξυραφιού την κόψη τους το μίσος

με την αγάπη να ισορροπήσω.

 

Μ’ εγκαρδιώνει η ελπίδα μου

να το τολμήσω

κι εγώ, όσο κι αν φαίνεται τρελό

όσο κι αν είμαι τρομαγμένη προσπαθώ

δε θέλω να παραδοθώ

δίχως να πολεμήσω.

 

εαυτός μου


Μου έκαμε πολλά

Πικρά κι ανεπίτρεπτα

Λάθη βουνό.

 

Ξαφνικά κι ολοένα μού έφευγε κυνηγώντας τον

μόλις που τον πρόφταινα

στην άκρη-άκρη του γκρεμού

άλλοτε κρυμμένος

πίσω από μάσκες τερατώδεις με περιγελούσε

με διέσυρε, με ατίμασε

μες στους καθρέφτες όλους, κλέβοντας

τον χρόνο και τον πόθο μου

άσωτα για να τους σκορπίσει

στους κόκκινους ανέμους της παραφοράς.

 

Καρτερικά τον υπόμεινα μισώντας τον

τρυφερά τον κανάκεψα, συγχωρώντας τον

σε αγώνα ματωμένο τον προκάλεσα

τον στόλισα με όνειρα πολύτιμα

τον έσπρωξα στο πηγάδι

τον αγάπησα, τον καταράστηκα

κρυφά τις νύχτες έλπισα κι ευχήθηκα τον θάνατό του.

 

Στο τέλος, σέρνοντας ήρθε, δαρμένο σκυλί

και κούρνιασε δίπλα μου

ραγισμένος απ’ την ηλικία, γυρεύοντάς μου

να γεράσουμε μαζί.

Λένα Παππά, Τα Ποιήματα Β'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου