Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Γιώργος Καφταντζής - Ποιήματα

Τετέλεσται
Ανάμεσα σε βράχο και φιδόχορτο
γεμάτος όνειρα και χλαλοή σέρνεται ο άνεμος.
Από τη νότια πύλη έρχονται τα πλήθη.
Είναι μαζί τους ο Χολμπάιν, ο Λενάου,
ο Γκριούνεβαλτ, ο Θεοτοκόπουλος,
ο Πασκάλ, ο Σωκράτης, ο νέγρος Γκαλαπάι.
Οι γυναίκες βγάζουν τα μάτια με τα νύχια τους
τα παιδιά καταπίνουν τη σκιά τους ξεφωνίζοντας.
Τέσσερα ήσυχα καρφιά
ένα κεφάλι κρεμασμένο από περίλυπες καμπύλες
και σάρκα να πηδά σαν το μικρό ελάφι.
Πέρα στις έρημες πλαγιές βελάζει θλιβερά
το μισοφτιαγμένο πρόβατο του χρόνου.
Στάχτη ανεβαίνει και στάχτη κατεβαίνει.
Ένας χορός από σιωπή, ένας χορός από θρήνο.
Η θλίψη σαλεύει λόγχες, σαλεύει χαλίκια
σαλεύει ρείκια, τάφους και μυλόπετρες.
Στάχτη από ελιές, στάχτη από θώρακες, στάχτη από κέδρα
ένα βουνό από τρόμο, ένα βουνό από δάκρυ
αμέτρητες παλάμες τρυπημένες
κι η αγωνία από καρφί σε καρφί, από σταγόνα σε σταγόνα
τεντώνει τα ξύλα του σταυρού, τις κορφές των τοίχων
μουσκεύει τα ρουθούνια, τα γόνατα
μουσκεύει τις πέτρες, τα κουνάβια και τα σύγνεφα.
Το χρώμα χάνει το χρώμα του, ο ήχος τον ήχο του.
Γύφτοι απ’ τις καταχνιές χτυπώντας νταϊρέδες και κουδούνια
ξεδιπλώνουν το σάβανο του φεγγαριού.
– Ίνα τι με εγκατέλιπες…
Τ’ άκουσε η Οβριά η Μαρία
το εργόχειρό της παρατάει όπου κεντούσε
τον αρχάγγελο με κρίνους και πυγολαμπίδες
κι έρχεται πατώντας από φραουλιά σε φραουλιά.
– Ιησού μου, Ιησούλη μου.
Τα παιδιά δεν πρέπει να τη δουν πως κλαίει
με τα μαλλιά ξεριζωμένα
μήτε και τα καρφιά ετούτα που δεν έχουν άκρη ν’ αντικρίσουν
καθώς τρυπούνε φλογισμένα τους ζητιάνους, τα καΐκια
τις αλεπούδες, τα δαμάσκηνα, τους τοίχους της μεγάλης Ρώμης
φτάνοντας μέχρι την καρδιά της γης.
– Ιησού μου, Ιησούλη μου.
Τρέχει το αίμα απ’ τις χούφτες του Ιησού και της Μαρίας
τέσσερα καρφιά, τέσσερις ορίζοντες, τέσσερις άνεμοι
τέσσερις πυρκαγιές, τέσσερις καμπάνες, τέσσερις γάγγραινες
τέσσερις άγγελοι, τέσσερις πλανήτες, τέσσερα δισκοπότηρα.
– Ω γλυκύ μου έαρ!
Το φεγγάρι γίνεται μισό από ξίδι, μισό από χολή.
– Άφες αυτοίς.
Η θάλασσα γίνεται μισή από ξίδι, μισή από χολή.
– Άφες αυτοίς.
Το πλήθος σύγνεφο πικρό.
– Τετέλεσται!
Η σελήνη μένει ακίνητη για πάντα.
Τα ποτάμια σταμάτησαν για πάντα.
– Τετέλεσται!
Η λόγχη, το στεφάνι, το σφουγγάρι
πάντα η αγωνία και για πάντα
τα καρφιά και πάλι και πάντα και για πάντα.
Τετέλεσται.
Ουράνια στάχυα, 1952

Δύσκολες χρονιές
Τώρα το βλέπω, φτάσανε
σκληρές και δύσκολες χρονιές
οι άνθρωποι με απόγνωση
μαραίνονται, υποφέρουν
η απελπισμένη βροχή, ο άνεμος
μπρος-πίσω καθημερινά.
Καθένας μας έχει βέβαια
απ’ τη λύπη και τη χαρά
σ’ αυτή τη γη το μερδικό του
μα όλοι το ξέρουν, όλοι
πως το κάθε τι είναι καλό
στην ώρα του μονάχα.
 Δύσκολες χρονιές, 1959

Εικοσιτρείς εκτελέσεις
Δέκατη όγδοη
Σα λεμονιά κίτρινη την πλαγιά που ευεργετούσε
σείστηκες, το πράο κελάρυσμα της φλέβας
ως να σβήσει ο σκοτεινός άνεμος
το φως των μαλλιών σου ξεφυλλίζοντας.
Μέσα στο Μύρκινο ήσουνα μια δανεισμένη
μολπή, τώρα ούρλιασμα έχεις γίνει
κι ο μέγας κηπουρός που τα μάτια αναποδογυρίζει
με αχνιστές κοπριές σ’ ανακατώνει.
(Συλλογή Αναθήματα, 1966

 Ποιητική

Το κάθε ποίημα είναι…
δεν τραγουδά κλειδώνει τη φλεγόμενη παραφορά
και περιμένει.
Αυτές που στόλιζαν τα στήθη με χρυσόψαρα
υφαίνουν στις φάμπρικες του καιρού
μια ελάχιστη αιωνιότητα.
Ήσυχο ήσυχο κυλάει το χορτάρι γύρω στο χορτάρι
ποτάμι κοραλιού και κει αχάτης.
Λοιπόν εσείς κυρίες μου πώς βολευτήκατε με το θάνατο;
Υπήρξαν και άλλες που λαχτάρησαν πολύ
μια νέα λάμψη από άλλο πράσινο
όπως το αρπαχτικό κλαδί την άνοιξη.
Έτσι πικράθηκε ο κόσμος. Για μια σκιά.
Μα τί απόμεινε απ’ αυτές;
Κομμένα ρόδα υπνοβατικά
στη αγωνία του πέρα φεγγαριού
ξερή βροχή κουβαριασμένη
στο υπόγειο της νύχτας.
Τα μοναχικά τους χέρια
αμυδρές ανάβρες μεταξιού
κάτω από γκρίζα φύλλα, κρύα φύλλα βροχοφαγωμένα
συνάζουν τους σκιερούς ανθούς της Περσεφόνης
που όμως μυρίζουν μάταια.
Θαμπωμένο δρέπει και το δειλινό
κίτρινους κρόκους. Τι σιωπή εβένινη!
Έγιναν όλα ότι έγιναν τραγούδι
που αποζητά κι αυτό τη μούχλα του.
Το κάθε ποίημα είναι η ψυχή κάποιου πεθαμένου
δεν αναπνέει, δανείζει το ξένο πρόσωπο στον ουρανό
και περιμένει.
 Ελεγείες, 1971


Από τότε


Από τότε που μ’ αγάπησες
η νύχτα στέκεται μακριά μου
σαν καράβι αραγμένο σ’ έρημα νερά
ήλιος μυστικός μεσουρανεί στη σκέψη μου
ρουφάει τα μάτια μου ως τη λήθη
έναστρος ανταλλάζω τη θλίψη με τη θλίψη.
Γυναίκα μακρινή και τρομαγμένη
από αγάλματα σπασμένα
φευγαλέα φυλλορροήματα
νεκρούς που κουβαλούν τον τάφο τους
σχισμένους ανέμους με σιωπηλά χείλη∙
άλλοτε μπαίνει ο γαλαξίας ανάμεσά μας
και άλλοτε τα καθημερινά τριμμένα μικροπράγματα
που σπαρταρούν σαν τους φαρμακωμένους σκύλους.
Εδώ σε ξετυλίγω απ’ το φως όταν σε θυμάμαι
το αίμα μου παίρνει το σχήμα του κορμιού σου
και την καρδιά σου σέρνει ένα όνειρο
με πένθιμο μανδύα χωρίς να τη σκοτώνει.
Είναι μια χώρα μακρινή με παλιούς δρόμους
και σταματημένα ρολόγια στις πλατείες
Το σούρουπο ευωδιάζει απ’ την κατατομή σου
ανίκητο ρόδο εκατόφυλλο
τυλιγμένο σκοτεινές φλόγες και λυγμούς
αυτόφωτο σκιά με τη διάρκεια του καπνού
φυλακισμένη στο υπόγειο των ονείρων.
Μακάρι να μην είχα κλάψει με τα μάτια σου
να μην είχες τιναχτεί σαν βρεγμένο περιστέρι
σε υγρό σεντόνι από άσπρες αγωνίες.
Ένα, ένα ξεδιπλώνω τα αινίγματα
τρομαγμένα πουλιά που δεν έγιναν χαμόγελα
βλέπω τα ερωτήματα των καιρών αναρτημένα
στην ελευθερία του νερού και στη δύναμη της λήθης.
 


Ultima ratio

Νωχελικές σκιές, βαθύφωνο φεγγάρι
και λαξευτό χαμόγελο ιώδες, γαλάζιο βυσσινί
στα μάτια τους πηγμένη νύχτα
στα χείλη λέξεις που μιμούνται λέξεις
η πόρτα κλειδωμένη πίσω τους.
Δε σας ακούω
διπλασιάστε τη φωνή σας
ίσως να φταίει ο θόρυβος του κόσμου
ίσως η αστρική σκόνη να στούπωσε το λαρύγγι σας
Ποιητικά Ρόδα της αδιάκοπης ηλιοφάνειας
άγρια τραγούδια, ζυγιασμένες προτροπές
τελευταίο επιχείρημα ο θάνατος.


Θύμηση

Θα τους θυμάμαι πάντοτε από σκιές δεμένους
στα σκοτεινά δρομάκια του Κουλέ-Καφέ.
Από τότε άλλαξαν πολλά
σβήστηκαν τα ονόματα
τα σύννεφα πνίγουν τα καράβια και τα τρένα
το αίμα τους δεν κοιμάται τρομάζει το βράδυ τα παιδιά.

Έλεγχος διαβατηρίου
Διάβαζε σιωπηλός κοιτάζοντας
πότε τη φωτογραφία, πότε τον ταξιδιώτη.
“Ισχύει για πολλά ταξίδια μετ’ επιστροφής
και για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρόσωπο, ρευστό, πιθανόν ωοειδές.
Ανάστημα 1.700 μ. (φανερό το λάθος).
Χρώμα οφθαλμών, λευκό.
Κόμη, στατική.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :
Εγκάρσια ρωγμή. Διαρρέει πίσσα.
Τοπίο με καρδερίνες.
Λάρυγξ αδρανής.
Έσωθεν επιπολάζον έλος.
Υπογλώσσιο σκουριασμένο.
Διάσπαρτα λέπια οι χαμένες ευκαιρίες”.
Θάνατέ μου, είπε ο ελεγκτής
και έδωσε το σήμα να περάσει.

 Περίπλους, 1991

Βιογραφικό σημείωμα

Όσες φορές κάθομαι και σκέφτομαι τον τόπο που γεννήθηκα νιώθω μια παράξενη συγκίνηση. Αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα που έρχεται πάντα δεμένο με τους μελαγχολικούς ήχους του ζουρνά απ’ την αχλύ των περασμένων, το ρίγος του μισοφθαρμένου οράματος, πολλαπλά είδωλα σε σπασμένο καθρέφτη, άκαμπτες νύφες με ατέλειωτους λευκούς χορούς, νεκροί πνιγμένοι στα λουλούδια, τρανταγμένοι από μοιρολογίστρες, παλαιστές αλειμμένοι λαμπερό λάδι, σκονισμένα πανηγύρια, οι φιγούρες των προγόνων στο σκοτάδι.

Βιογραφικά-Εργογραφικά, 1993

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ


Κάθε πρωί φορούσαμε το άλλο πρόσωπο
αλλάζαμε τα μάτια, κάναμε ανασκόπηση
μοιραζόμασταν τη νόμιμη μοίρα των πραγμάτων
το βράδυ μας καταπίνε η λήθη· 
ήταν απολαυστικό.

Ο ΜΑΗΣ Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΜΗΝΑΣ
Στα ρηχά τους μάτια, τα πελεκημένα όνειρα
δρόμοι που επιστρέφουν στον εαυτό τους
σκοτεινές χειρονομίες, σκοτεινές φωνές
κι ανάμεσα σε όλα αυτά
ο Μάης ο καταραμένος μήνας
μ’ ένα μπουκέτο μάταια χαμόγελα
κι ένα λυπημένο άνεμο στη χούφτα του
αραδιάζει τις στάλες της βροχής
ακροβατεί στο χείλος της απουσίας
ακολουθεί το φέρετρο με τις μαριονέτες
τέλος γυρίζει ανάποδα
σαν το νεκρό που προτιμά
το μικρό του τάφο απ’ το άπειρο.


ΚΥΚΝΟΣ
Βαθύ ανθογυάλι σιωπής, βαθύ ανθογυάλι λύπης.
Και το νερό κομμάτιαζε το κρύσταλλο των ουρανών
και το νερό κομμάτιαζε τα φεγγαρόχορτα της όχθης.
Να, δυο εραστές από αφρό και παγωνιά
με πρόσωπα για γκρίζες μέρες
δεν τους ξαναείδε κανένας ζωντανούς.
Ο Κύκνος και ο Φίλιος στο έλος με τα κουνούπια
έβλεπαν μα είχαν για μάτια λευκές νυμφαίες
ανάπνεαν με τα δάχτυλα.
Τα καμπυλωτά πετάγματά τους συνοδεύουν
φαντάσματα ονείρων και νύμφες φτερωτές
που ξέρουν το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν.
Άνεμοι πνέουν υποκίτρινοι. Νυκτός αντίδωρο.

Νέα Πορεία, τόμ. 41, τχ. 483-485 (Μάιος-Ιούλιος 1995), σ. 111.


Από αφιέρωμα της ποιήτριας Ειρήνη Καραγιαννίδου.

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid036r5g1mrPxGe5HYHbwQTVDmrdsHKHcsdkpyP9XQ4m7DjxpvxhgR1F1WhabcdA3z2Yl&id=100069035665196

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου