Μήπως μια φορά κι έναν καιρόν
άνθρωπος τον άνθρωπο στα μάτια κοιτούσε;
Έναρθρη η Σιωπή ξάφνου μιλάει χαμογελώντας γλυκά,
δι’ ευχών των Αγίας Πατέρων ημών το αγκάθι του Θανάτου
δικαιωμένο∙ οι κολασμένοι του κόσμου αμόλυντοι εκεί κάτου
και ιδού, επιτέλους, στ’ ανθρώπινα χέρια προνόμια θεϊκά.
Κύματα ευτυχίας, πεταλούδες λευκές, μέλι, ανθοί και καρποί
απαγορευμένοι και ιδιοτελείς, γνωρίζουμε πώς, προηγουμένως.
Ρυτίδες ελπίδες στη γλώσσα του ο καθείς, κανένας μελαγχολημένος,
άλλοτε άδικα σκότωνε η αιμοδιψής πολεμική ριπή.
Χαράζει (νομίζω), λιώνουν τα μαύρα βουνά και η ζωή βιαστική
δεν είναι (θαυμάσια φίλοι μου, δεν έχω την κατάρα του τελευταίου),
παράξενη ησυχία θα πεις όμως έχουμε την υπόσχεση του ευκταίου.
Η φτώχεια δεν κλαίει με τα παιδιά της μήτε η φάλτσα μουσική,
αθάνατο νερό, μόνιμα πρελούντια Χαράς (και πια δεν περιμένω
τον βαρύ τον πένθιμο τον χαμηλό ρυθμό τον λυπημένο).
Από τη συλλογή Χαιρετισμοί (1995), [Ενότητα Πέντε συν δύο (ας πούμε) σονέτα]
Πηγή: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8904.255
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου