Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Χρόνος, που κάθε κακό μερώνει και κοιμίζει,
ολίγο πες ξεθύμανε την πίκρα του καϋμού μου
Μια λύπη μόνον μέρωση και ύπνο δεν γνωρίζει,
μια ιστορία θλιβερή δεν βγαίν’ απ’ το νου μου.
Στην Θράκη ξέρω ’να χωριό, ’να σπίτι κάτου-κάτου ˙
’να σπίτι, μια χαλοσπιτιά – Θεός να την φυλάγει! –
Με τοίχο γύρω ’λόγυρα, με μιαν αυλή μπροστά του,
μ’ ένα περβόλ’ απότιστο στο δεξιό του πλάγι.
Μέσ’ στο περβόλ’ ένα δενδρό, στον ίσκιο τ’ ένα μνήμα ˙
λιβάνι πάνω το πουρνό, κερί το βράδυ καίει ˙
Και μια γρηά μερονυχτίς, σαν κλαδεμένο κλήμα,
σαν μνημορόπτερα γυρτή, μοιρολογά και κλαίει.
Το ’να παιδί της ξενιτιά και τ’ άλλο σκοτωμένο!
Κι αυτή, που θέλει στήριγμα να γύρει ν’ ακουμβήσει,
Το ’να δεν το ’χει ζωντανό, τ’ αλλό ’χει ’ποθαμένο –
Θεός να τηνε λυπηθεί, να την παρηγορήσει!
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι,
– Θεός να μην το κάμει
να γίν’ αληθινό! –
Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλικάρι,
χλωμό σαν το φεγγάρι,
σαν νύχτα σιγανό.
Αγέρας το παράσπρωχνε
με δύναμη μεγάλη,
σαν να ’θε’ να το βγάλει
απ’ της ζωής τη μέση.
Και το νερό, π’ αχόρταγα
τα πόδια του φιλούσε,
θαρρείς το προσκαλούσε
στ’ αγκάλια του να πέσει.
– Δεν είν’ αγέρας σκέφτηκα,
και σένα που σε δέρνει.
Η απελπισιά σε παίρνει
κ’ η απονιά του κόσμου! –
Κ’ εχύθηκ’, απ’ τον θάνατο
τον δύστυχο ν’ αρπάξω…
Ωιμέ! Πριν ή προφθάξω,
εχάθηκ’ από εμπρός μου!
Στα ρέματα παράσκυψα,
να τον ευρώ γυρεύω.
Στα ρέματ’ αγναντεύω –
Το λείψανό μ’ αχνό!…
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι.
– Θεός να μην το κάμει
Να γίν’ αληθινό! –
(ΑΤΘΙΔΕΣ ΑΥΡΑΙ, 1884)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου