Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Άλκης Αλκαίος - Ποιήματα

 Μη νυχτωθείς



Φέρνει βροχή και τα πουλιά στα χαμηλά πετάνε
και τα δικά σου βήματα στο πουθενά με πάνε.
Με σκέρτσα και ψευτιές μεθάς στα λούνα-παρκ του πόνου
κι όλο μου λες πως στη ζωή όλα είναι θέμα χρόνου.

Πού θα ‘μαστ’ αύριο, ποιος ξέρει;
Μην το ρωτάς που πάει τ’ αγέρι,
ούτε εκείνο το αλητάκι
στου πάρκου το υγρό παγκάκι.
Πού θα ‘μαστ’ αύριο, ποιος ξέρει;
Μα, ό,τι ο χρόνος και να φέρει,
μη νικηθείς πριν απ’ την ήττα.
μη νυχτωθείς πριν απ’ τη νύχτα.

Στα πεζοδρόμια της βροχής στεγνώνουν οι αισθήσεις.
Στην πιάτσα ο φόβος πειρατής πουλάει παραισθήσεις.
Ουράνια τόξα κυνηγώ, πίσω από ίσκιους τρέχω,
σαν της φωνής σου την ηχώ σε σένα επιστρέφω.



Όλα ζουν, αν τα θυμάσαι


Στης πικροδάφνης τον ανθό και στης μυρτιάς τα φύλλα
το δάκρυ σου κοινώνησα και την ανατριχίλα.
Πριν την αυγή σκορπίσαμε, σαν φύλλα στον αέρα.
Την ερημιά πυροβολώ κι εμένα βρίσκει η σφαίρα.

Πού ξυπνάς και πού κοιμάσαι;
Όλα ζουν, αν τα θυμάσαι.
Στο γιαλό είναι το ταξίδι,
στην εξέδρα το παιχνίδι.

Στον Πολικό στήνεις σκηνή και στον Αποσπερίτη,
μα η αγάπη, για να ζει, θέλει στη γη το σπίτι.
Θέλει φιλί και στεναγμό, σεντόνι. μαύρο χιόνι,
καρδιά να σπάει το μάρμαρο, το κρύσταλλο να λιώνει.



Πουλί σε δέντρο αρχοντικό


Από παιδί χανόσουνα στα βάθη και στα ύψη.
Ποιο άστρο τα κανόνισε, βροχή να μη σου λείψει;
Κι έφευγες πάντα βιαστικά, σαν να σε κυνηγούνε
εκείνα που περάσανε κι εκείνα που θα ‘ρθούνε

Πάρε τη ζωή στα δυο σου χέρια,
τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια.
Θά ‘φευγαν τα σύννεφα, φαντάσου,
αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου.

Πουλί σε δέντρο αρχοντικό παλιό τραγούδι λέει:
«Αυτός που όλα τα ‘χασε ματώνει, μα δεν κλαίει.»
Αν δε φυσήξει ο άνεμος, το φύλλο δε σαλεύει.
Αν δε θυμώσει η θάλασσα, το κύμα δε χορεύει.



Ρέστα


Είν’ ο κόσμος πέρασμα
και η αγάπη κέρασμα.
Αντάλλαγμα δεν έχει.
Έλα ψυχή μου να με βρεις,
στρώσε τραπέζι της γιορτής.
Η τύχη παίζει να χαρείς
και το ρολόι τρέχει

Όνειρο είναι η ζωή.
Ξοδέψου στην αγάπη.
Καρδιά που όλα τα ‘δωσε
είναι καρδιά γεμάτη.

Πέφτει στους δρόμους καταχνιά.
Σε μια στροφή με μια πενιά
η νύχτα θα μας πάρει.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, τον καλό,
όποιος δε βρίσκει ουρανό
στο μαύρο και στο κόκκινο
τα ρέστα του ποντάρει.



Κιφ


Τα σύνορα που πέρασα δεν είχανε φρουρό,
μόνο λίγα γεράκια διψασμένα.
Στα γόνατά μου αράξανε, ζητώντας μου νερό,
και πώς να τα χορτάσω τα καημένα…

Σε πολιτεία βρέθηκα που ‘ψαχνα για καιρό
στου ονείρου μου τον χάρτη τον κρυμμένο.
Πάω να την ψηλαφίσω, τρέχω να τη χαρώ,
κι αυτή με προσπερνάει με βλέμμα ξένο.

Στην αγορά ζωήλατα και ξωτικά πουλιά
και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε.
Αγόρασα από ένα σε δυο γυμνά παιδιά
κι εκείνα ζαρωμένα μ’ απαντούνε:

«Οι δοκιμές μάς γέρασαν νωρίς στον κόσμο αυτό.
Κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία,
δώσε μας λίγο πράσινο κιφ Μαροκινό
και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία".

Στο πάρκο ένας μπατίρης μου ζάλιζε τ’ αυτιά
πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη.
Στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά.
Πού να σε ψάξω, χώρα μου χαμένη;

Στον ώμο το δισάκι μου. Σε σας ξαναγυρνώ
φωτιά, νερό, αέρα μου, και χώμα.
Δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό.
Δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα.



Η αυλή των τρελών


Μύθοι λεηλατημένοι
και θεοί λησμονημένοι.
Σε μια κουρσεμένη Τροία
σουλατσάρουν τα θηρία.

Σε οθόνη υγρών κρυστάλλων
τις πληγές μετρώ των άλλων
κι όλο λέω τις άδειες νύχτες
με τους κολλητούς ξενύχτες;

«Δεν μπορεί, δε γίνεται, κάτι θα συμβεί,
όταν όλα μοιάζουν να ‘χουνε τελειώσει.
Κάτι, σαν καταιγίδα ξαφνική,
που το σάπιο σκηνικό τους θα σαρώσει.»

Μύθοι λεηλατημένοι
και θεοί λησμονημένοι.
Φυλακής αυλή το μέλλον
των τρελών και των αγγέλων

Σε τοπίο θολό και γκρίζο,
λύκος και λαγός γυρίζω.
Κι όλο λέω τις άδειες νύχτες
με τους κολλητούς ξενύχτες:

«Δεν μπορεί, δε γίνεται, κάτι θα συμβεί,
όταν όλα μοιάζουν να ‘χουνε τελειώσει.
Κάτι, σαν καταιγίδα ξαφνική,
που το σάπιο σκηνικό τους θα σαρώσει.»

 Εκεί που δεν το περιμένεις

όνειρα-απάτητες κορφές κι ανθρώποι πατημένοι.
Σ’ αρπάζει η μέρα απ’ το γιακά, στη νύχτα σε πηγαίνει.
Όλες σου τις αμπάριζες έκανε ο χρόνος στάχτη
κι εσύ κοιτάς στα σκοτεινά, σαν να προσμένεις κάτι.

Αντί να βρίζεις το σκοτάδι,
άναψε, φίλε, ένα κερί.

Εκεί που δεν το περιμένεις,
θα ‘ρθει η αγάπη να σε βρει.

Όνειρα-απάτητες κορφές, κι ανθρώποι πατημένοι
κι εσύ τους κόμπους να μετράς, που φτάσανε στο χτένι.
Στης πόλης το λαβύρινθο σβήνει η βροχή τα ίχνη.
Μια Αριάδνη, γελαστή, ψιλή κλωστή σού ρίχνει…



Πάντα γελαστοί

(Για τη δολοφονία του Σολωμού Σολωμού το 1996)


Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι.
Σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ’ το χάρτη,
για μια σταγόνα ουρανό, για μιαν αγάπη σκάρτη.

Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα-Σαλονίκη.
Μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι.
Έπεσα να σ’ ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πώς βγάζει η νύχτα φως και τ’ όστρακο πορφύρα.

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη,
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι,
πάντα γελαστοί και γελασμένοι.



Δρομολόγιο


Μια νύχτα στήσαμε γιορτή
σε μαρμαρένια αλώνια.
Σε κάγκελα σφυρήλατα
μας βρήκανε τα χιόνια.

Αλλάξαμε συχνότητα
με τα φτερά σπασμένα.
Στου κύκλου τα γυρίσματα,
πουλιά παγιδευμένα.

Κάτι τραγούδια δίκοπα
μας γίνανε φορτία,
σα νούμερα γερμανικά
σ’ ατέλειωτη θητεία.

Στα στήθια ανάβουν οι καημοί
και οι φωτιές στ’ αμόνια.
Στο ίδιο δρομολόγιο
πώς πέρασαν τα χρόνια;

Με «Σταυρωθήτω» κι «Ωσαννά»
ο κόσμος προχωράει.
Μπαίνω στο γαλαξία σου
κι η γη δε με χωράει.



Αγύριστο κεφάλι


Φυσάει ένας αέρας, που σαρώνει
ενθύμια παλιά και φυλακτά.
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη,
ξυλάρμενοι τραβάνε στ’ ανοιχτά.

Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι;
Δεν ξέρω. Γέμισέ μου το ποτήρι.

Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν.
Σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί;
Τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν.
Το πλένει στα φανάρια ένα παιδί.
Κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία.

Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν
και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι, που τρομάζουν,
ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά.

Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το ‘πα.
Εδώ είναι παίξε-γέλασε και σώπα.

Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει,
μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό.
Στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ.

Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει…

Είπαμε να μην χαθούμε

Στην Πειραιώς βρεθήκαμε μια μέρα

και δε θυμόμουν ούτε τ’ όνομά σου.

Σου πέταξα δειλά μια καλημέρα

και χάλασα τ’ ονειροπόλημά σου.

 

 

Είπαμε να μη χαθούμε

κι ανταλλάξαμε αριθμούς.

Μες στο πλήθος τι να πούμε

για λαχτάρες και καημούς;

 

Χωρίσαμε γελώντας στη Σταδίου

κι ύστερα από λίγο, τι τα θες,

εσύ ξανά ένας σκλάβος του γραφείου

κι εγώ λυγμός στης πόλης τις στοές.

 

Είπαμε να μη χαθούμε

κι ανταλλάξαμε αριθμούς.

Μες στο πλήθος τι να πούμε

για λαχτάρες και καημούς;

 

Είπαμε να μη χαθούμε

κι ανταλλάξαμε αριθμούς.

Δέκα βήματα πιο πέρα

τους πετάξαμε κι αυτούς.


Βοριάς φυσάει τα λόγια μου



Το χιόνι καίει τον καρπό


Και την αγάπη ο χρόνος


Στην κούπα μου παλιό κρασί


Κι εσύ καινούργιος πόνος


 


Βοριάς φυσάει τα λόγια μου


Νοτιάς τα φέρνει πίσω


Κι από τα φύλλα της καρδιάς


Δεν ξέρω να σε σβήσω


 


Για να μη γίνεις σύννεφο


Καρφώθηκα στο χώμα


Κι άφησες τα τραγούδια μου


Ρούχα με δίχως σώμα


 


Βοριάς φυσάει τα λόγια μου


Νοτιάς τα φέρνει πίσω


Κι από τα φύλλα της καρδιάς


Δεν ξέρω να σε σβήσω


 


Δεν είναι η ζήλια μάτια μου


που σαν καπνός με πνίγει


Είναι που κάποτε θα ‘ρθεις


Κι η αγάπη θα ‘χει φύγει


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου