Μη νυχτωθείς
και τα δικά σου βήματα στο πουθενά με πάνε.
Με σκέρτσα και ψευτιές μεθάς στα λούνα-παρκ του πόνου
κι όλο μου λες πως στη ζωή όλα είναι θέμα χρόνου.
Μην το ρωτάς που πάει τ’ αγέρι,
ούτε εκείνο το αλητάκι
στου πάρκου το υγρό παγκάκι.
Πού θα ‘μαστ’ αύριο, ποιος ξέρει;
Μα, ό,τι ο χρόνος και να φέρει,
μη νικηθείς πριν απ’ την ήττα.
μη νυχτωθείς πριν απ’ τη νύχτα.
Στην πιάτσα ο φόβος πειρατής πουλάει παραισθήσεις.
Ουράνια τόξα κυνηγώ, πίσω από ίσκιους τρέχω,
σαν της φωνής σου την ηχώ σε σένα επιστρέφω.
το δάκρυ σου κοινώνησα και την ανατριχίλα.
Πριν την αυγή σκορπίσαμε, σαν φύλλα στον αέρα.
Την ερημιά πυροβολώ κι εμένα βρίσκει η σφαίρα.
Όλα ζουν, αν τα θυμάσαι.
Στο γιαλό είναι το ταξίδι,
στην εξέδρα το παιχνίδι.
μα η αγάπη, για να ζει, θέλει στη γη το σπίτι.
Θέλει φιλί και στεναγμό, σεντόνι. μαύρο χιόνι,
καρδιά να σπάει το μάρμαρο, το κρύσταλλο να λιώνει.
Ποιο άστρο τα κανόνισε, βροχή να μη σου λείψει;
Κι έφευγες πάντα βιαστικά, σαν να σε κυνηγούνε
εκείνα που περάσανε κι εκείνα που θα ‘ρθούνε
τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια.
Θά ‘φευγαν τα σύννεφα, φαντάσου,
αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου.
«Αυτός που όλα τα ‘χασε ματώνει, μα δεν κλαίει.»
Αν δε φυσήξει ο άνεμος, το φύλλο δε σαλεύει.
Αν δε θυμώσει η θάλασσα, το κύμα δε χορεύει.
και η αγάπη κέρασμα.
Αντάλλαγμα δεν έχει.
Έλα ψυχή μου να με βρεις,
στρώσε τραπέζι της γιορτής.
Η τύχη παίζει να χαρείς
και το ρολόι τρέχει
Ξοδέψου στην αγάπη.
Καρδιά που όλα τα ‘δωσε
είναι καρδιά γεμάτη.
Σε μια στροφή με μια πενιά
η νύχτα θα μας πάρει.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, τον καλό,
όποιος δε βρίσκει ουρανό
στο μαύρο και στο κόκκινο
τα ρέστα του ποντάρει.
μόνο λίγα γεράκια διψασμένα.
Στα γόνατά μου αράξανε, ζητώντας μου νερό,
και πώς να τα χορτάσω τα καημένα…
στου ονείρου μου τον χάρτη τον κρυμμένο.
Πάω να την ψηλαφίσω, τρέχω να τη χαρώ,
κι αυτή με προσπερνάει με βλέμμα ξένο.
και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε.
Αγόρασα από ένα σε δυο γυμνά παιδιά
κι εκείνα ζαρωμένα μ’ απαντούνε:
Κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία,
δώσε μας λίγο πράσινο κιφ Μαροκινό
και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία".
πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη.
Στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά.
Πού να σε ψάξω, χώρα μου χαμένη;
φωτιά, νερό, αέρα μου, και χώμα.
Δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό.
Δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα.
και θεοί λησμονημένοι.
Σε μια κουρσεμένη Τροία
σουλατσάρουν τα θηρία.
τις πληγές μετρώ των άλλων
κι όλο λέω τις άδειες νύχτες
με τους κολλητούς ξενύχτες;
όταν όλα μοιάζουν να ‘χουνε τελειώσει.
Κάτι, σαν καταιγίδα ξαφνική,
που το σάπιο σκηνικό τους θα σαρώσει.»
και θεοί λησμονημένοι.
Φυλακής αυλή το μέλλον
των τρελών και των αγγέλων
λύκος και λαγός γυρίζω.
Κι όλο λέω τις άδειες νύχτες
με τους κολλητούς ξενύχτες:
όταν όλα μοιάζουν να ‘χουνε τελειώσει.
Κάτι, σαν καταιγίδα ξαφνική,
που το σάπιο σκηνικό τους θα σαρώσει.»
Σ’ αρπάζει η μέρα απ’ το γιακά, στη νύχτα σε πηγαίνει.
Όλες σου τις αμπάριζες έκανε ο χρόνος στάχτη
κι εσύ κοιτάς στα σκοτεινά, σαν να προσμένεις κάτι.
άναψε, φίλε, ένα κερί.
Εκεί που δεν το περιμένεις,
θα ‘ρθει η αγάπη να σε βρει.
κι εσύ τους κόμπους να μετράς, που φτάσανε στο χτένι.
Στης πόλης το λαβύρινθο σβήνει η βροχή τα ίχνη.
Μια Αριάδνη, γελαστή, ψιλή κλωστή σού ρίχνει…
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι.
Σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ’ το χάρτη,
για μια σταγόνα ουρανό, για μιαν αγάπη σκάρτη.
Μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι.
Έπεσα να σ’ ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πώς βγάζει η νύχτα φως και τ’ όστρακο πορφύρα.
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη,
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι,
πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
σε μαρμαρένια αλώνια.
Σε κάγκελα σφυρήλατα
μας βρήκανε τα χιόνια.
με τα φτερά σπασμένα.
Στου κύκλου τα γυρίσματα,
πουλιά παγιδευμένα.
μας γίνανε φορτία,
σα νούμερα γερμανικά
σ’ ατέλειωτη θητεία.
και οι φωτιές στ’ αμόνια.
Στο ίδιο δρομολόγιο
πώς πέρασαν τα χρόνια;
ο κόσμος προχωράει.
Μπαίνω στο γαλαξία σου
κι η γη δε με χωράει.
ενθύμια παλιά και φυλακτά.
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη,
ξυλάρμενοι τραβάνε στ’ ανοιχτά.
Δεν ξέρω. Γέμισέ μου το ποτήρι.
Σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί;
Τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν.
Το πλένει στα φανάρια ένα παιδί.
Κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία.
και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι, που τρομάζουν,
ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά.
Εδώ είναι παίξε-γέλασε και σώπα.
μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό.
Στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ.
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει…
Στην Πειραιώς βρεθήκαμε μια μέρα
και δε θυμόμουν ούτε τ’ όνομά σου.
Σου πέταξα δειλά μια καλημέρα
και χάλασα τ’ ονειροπόλημά σου.
Είπαμε να μη χαθούμε
κι ανταλλάξαμε αριθμούς.
Μες στο πλήθος τι να πούμε
για λαχτάρες και καημούς;
Χωρίσαμε γελώντας στη Σταδίου
κι ύστερα από λίγο, τι τα θες,
εσύ ξανά ένας σκλάβος του γραφείου
κι εγώ λυγμός στης πόλης τις στοές.
Είπαμε να μη χαθούμε
κι ανταλλάξαμε αριθμούς.
Μες στο πλήθος τι να πούμε
για λαχτάρες και καημούς;
Είπαμε να μη χαθούμε
κι ανταλλάξαμε αριθμούς.
Δέκα βήματα πιο πέρα
τους πετάξαμε κι αυτούς.
Βοριάς φυσάει τα λόγια μου
Το χιόνι καίει τον καρπό
Και την αγάπη ο χρόνος
Στην κούπα μου παλιό κρασί
Κι εσύ καινούργιος πόνος
Βοριάς φυσάει τα λόγια μου
Νοτιάς τα φέρνει πίσω
Κι από τα φύλλα της καρδιάς
Δεν ξέρω να σε σβήσω
Για να μη γίνεις σύννεφο
Καρφώθηκα στο χώμα
Κι άφησες τα τραγούδια μου
Ρούχα με δίχως σώμα
Βοριάς φυσάει τα λόγια μου
Νοτιάς τα φέρνει πίσω
Κι από τα φύλλα της καρδιάς
Δεν ξέρω να σε σβήσω
Δεν είναι η ζήλια μάτια μου
που σαν καπνός με πνίγει
Είναι που κάποτε θα ‘ρθεις
Κι η αγάπη θα ‘χει φύγει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου