Έτσι θα βαδίσουμε, ολημερίς θρηνώντας;
—Όχι!
Καθώς υγρό φιλί με άγγιξε, έδωσε ο λόγος βάθος στο νόημα και διέγραψα όλον τον περασμένο χρόνο. Και είδα παντού χέρι Θεού να σβήνει τις λύπες. Και μια δροσοσταλίδα ολόφωτη. Και δεν είχα ξανά γνωρίσει τέτοια λάμψη. Και χαρά στο μέσα στήθος άλλη, τέτοια, δεν είχα ματανιώσει.
Και η κληματαριά έσταξε βροχή χρυσή και τίναξα τα φτερά μου στο ξέφωτο. Κι ήμουν παιδί στην αλάνα. Κι ήταν απόγιομα. Κι είχε ακόμα ο ήλιος χρόνο. Και σήκωσα την πέτρα ψηλά, και παίρνοντας φόρα, την τίναξα μακριά. Κι αυτή σφύριξε παράξενα στον άνεμο κι ύστερα χάθηκε στο δρυμό. Κι ήμουν ο νικητής στο παιχνίδι. Και τα κορίτσια ήρθαν κοντά κι άπλωσαν τα κεντήματα. Κι ύστερα, σαν να μην έφταναν οι βελονιές, χαμογελούσαν, κι είχε η κάθε μια στα μάτια της ζωγραφισμένη μιαν υπόσχεση. Κι εγώ μεθούσα στην άργητα. Ώσπου να πάει και να ’ρθει το βλέμμα και η απόκριση. Ώσπου ν’ ανέβει η συστολή ψηλά και να προδοθεί στο άναμμα. Πώς να κρυφτεί το αίμα που τινάζεται; ο πόθος;
Ήταν απόγιομα και βράδυ δροσερό κι αυγούλα ρόδινη. Κι είδα παντού χέρι Θεού να σβήνει τους θανάτους.
Κι ύστερα με πήγε αλλού το στριφογύρισμα του χρόνου. Κι ήταν εκεί θεά. Και θυμάμαι, ήμουν ακόμα άγουρος, όμως, έμοιαζε όλα να τα ξέρω, και όσα συνέβησαν είχαν ξεχαστεί. Και αυτή με κοίταζε. Μου είπε ότι ερχόταν από άλλη χώρα, όπου ηχεί η ανατολή ίδια με το βασίλεμα κι η νύχτα νανουρίζει όλες τις έγνοιες. Έβγαλα από την τσέπη μου μια φυσαρμόνικα. Παίξε της είπα. Κι έλυσε αυτή τα ξανθά και με τα γαλανά με κοίταξε.
Ήταν πρωί κι έσταζε η φύση την ανάσα της και τραγούδησε εκείνη. Κι έλαμπε το πρόσωπο, τα μάτια έλαμπαν, γιατί είχε περάσει από παντού η χαρά κι η πένα αντί για λέξεις ζωγράφιζε άνθη. Και οι στίχοι όπως κυλούσαν γίνονταν παφλασμοί και θρόισμα. Και οι ήχοι γίνονταν εικόνες, κορίτσια γίνονταν, και πουλιά και μνήμες χαρμόσυνες, και φιλιά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου