Οι πρώτες μέρες του Αυγούστου ήταν γεμάτες ζέστη. Μια ζέστη που ξεκίναγε από το τέλος Ιουλίου και συνεχιζόταν. Τα ημερομήνια αυτού του θέρους αγνώριστα. Στις πρώτες, έξι μέρες, αυτού του μήνα διαγράφεται ο καιρός του έτους στο μέρος όπου ζεις. Οι πόλεις είχαν αδειάσει. Οι θάλασσες και τα βουνά, τα λαμπρά επίνεια της επικράτειας, γεμάτα νεολαία. Τα ξενοδοχεία των λουτροπόλεων έδιωχναν κόσμο. Οι δισκοθήκες τα βράδια έπαιζαν ξεσκιστικά τραγούδια και τα ποτά έρχονταν πάνω σε δίσκους σε βεράντες που έβλεπαν στην παραλία. Έγειρε στο πλάι κι έκανε να πιάσει τις εικόνες των ποιημάτων του. Σαν πρόσωπο, του Σικελιανού, ο Ατσεσιβάνο, έγειρε προς το τραπέζι με τα χάπια. Όπως οι ηρωίδες του Παβέζε, του Τένεση Ουΐλλιαμς. Δεν θυμότανε πότε είχε πιει νερό. Δίψαγε. Ο γιατρός του το ζητούσε επίμονα - άφθονα υγρά. Ει δυνατόν και 3 λίτρα την ημέρα. Το γάλα στο ψυγείο είχε λήξει. Το ίδιο και οι χυμοί. Έγειρε και κοιμήθηκε. Ένα τράνταγμα στον ύπνο του τον αποκοίμισε για πάντα.
α. Δύο λέξεις αγαπούσε ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: Γαλήνη. Πληρότητα. Και τις δύο τις έψαχνε εναγωνίως.
β. Ποτέ δεν έβαζε τελεία στο τέλος των ποιημάτων του. Ήθελε να συνεχίζεται μέσα στον αναγνώστη το ποίημα.
γ. Ποιητής του έρωτα και του θανάτου. Το κάθε ένα έδινε ζωή στο άλλο. Και τα δύο στον ίδιο.
δ. Η Αθήνα του έδωσε αυτό που ζητούσε - απόσταση από το πλήθος, από τα πράγματα, καθώς έβλεπε τα πάντα.
ε. ΙΚΑ και επικουρικό 120.000 δρχ. Το επικουρικό -20.000- πάω πρωί στο Μαρούσι, αρχές κάθε μηνός, και το παίρνω. Οι ουρές ατέλειωτες. Η σύνταξη έρχεται στην Ηρώων Πολυτεχνείου. 1994.
ζ. Κυκλοφορούσε στην πόλη μας με το βιβλιάριο καταθέσεων στην πίσω τσέπη. Ποτέ δεν το 'χασε. Για αναλήψεις 5-10.000 δρχ. Οι καταθέσεις, πενιχρές.
η. Όπως στα έργα του Πλάτωνος, οι ήρωες του περιβάλλονται από λάμψη, ομορφιά, μας λένε κάτι κι έπειτα χάνονται μέσα σε μια σκόνη, σ' ένα σύννεφο, σ' ένα πλοίο, ένα τραίνο. Η απουσία τους μας σκοτώνει. Μας δείχνει πώς είμαστε ένα τίποτα χωρίς αυτούς.
θ. Το 1978, όταν είχε έτοιμα τα ποιήματα του «Δύσκολου θανάτου», επιλογή από τα βιβλία του, 1946-1974, το πρώτο που μου έδωσε ήταν μια φωτογραφία με τέσσερα νεκρά άλογα στην έρημο, να το συνοδεύει, στις Εκδόσεις Εγνατία. Επέμενε. Έλεγε και ξανάλεγε τη φράση - "τέσσερα νεκρά άλογα στην έρημο".
ι. Μόνο ένα λογοτέχνη μου γνώρισε, τον Φαίδωνα Πολίτη. Με πήγε στο σπίτι του. Ήταν στο κρεβάτι. Μια καρδιακή ασθένεια τον κρατούσε εκεί. Μιλούσαν και λέγανε φιλικά θερμά πράγματα. Τον Φαίδωνα Πολίτη (Ιωαννίδη) τον συνάντησα πολλές φορές στο σπίτι του, με την μητέρα του, τότε ζούσε, τον αδελφό του Κρίτωνα. Ήρθε και στην Αθήνα, αργότερα, ταξίδι.
κ. Στην Βασιλίσσης Όλγας έμενε ο Ν.Α. Ασλάνογλου όταν τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη. Θέρμανση είχε ηλεκτρική σόμπα. Έκανε γαλλικά για να ζήσει. Κι όταν πληρωνότανε πηγαίναμε στον ίδιο δρόμο για να φάμε. Κρύο και πυρετός.
λ. Γέμιζε το ψυγείο του μικρά θανατηφόρα τρόφιμα. Μαλάκια και βούτυρο. Του άρεσε το πρωινό. Μαρμελάδες. Χυμοί. Καφές. Κάποιο τσιγάρο χωρίς βαθιά εισπνοή.
μ. Μια φορά στο κουδούνι του, δίπλα στο όνομα του, γράψανε χυδαιότητες. Στην Βασιλίσσης Όλγας. Θεσσαλονίκη. 1970;
ν. Νέος παρέμεινε πάντα. Η νεότητα του εγκεφάλου. Η νεότητα της απροσδόκητης εξήγησης της τέχνης.
ξ. Να βαδίζετε ξένοι, μα θερμοί, όπου ανήκετε. Να δέχεστε ευχές στις γαμήλιες τελετές.
ο. Το 1974, για τα ποιήματα του «Αργό πετρέλαιο», θα κυκλοφορήσουν στις Εκδόσεις «Πολύτροπον», του Μάνου Χατζιδάκι, μου ζήτησε μια ζωγραφιά του Γιάννη Μόραλη για το εξώφυλλο ή μέσα. Τα πήγα στον Μόραλη -τ' άφησα σε φάκελο στην πόρτα του. Τα παρέλαβε; Δεν ξέρω.
π. Οι φίλοι, οι γνωστοί του, ήρχοντο στο καφέ «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης. Ένας ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, ένας πωλητής νεανικών τζην, κάποιος από την Βέροια, ένας πλασιέ...
ρ. Μιλούσε, μιλούσε συνέχεια. Μια απόλαυση. Σιωπούσε, σιωπούσε για μέρες. Οι φίλοι μου, που παντρεύτηκαν, έλεγε, μου διηγούνται πώς αισθάνονται τώρα που έγιναν - πατέρες. Κάτι απίστευτο. Η μεταμόρφωση.
σ. Εκδρομή στο Ναύπλιο. Στο ξενοδοχείο έξω από την πόρτα του διπλανού δωματίου βλέπουμε τα παπούτσια που έχει αφήσει ο ένοικος του. Προσπαθώ να τον φανταστώ.
τ. Όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι Ιερείς ας κλάψουμε για την Τέχνη. Ας ανάψουμε φωτιές και λιβάνια.
ν. Βράδυ στο Μαρούσι. Καθώς βαδίζουμε με τον Τσαρούχη συναντάμε τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Ο Τ. προτείνει να καθίσουμε στο ζαχαροπλαστείο. Συζητήσεις σε χαμηλούς τόνους για τα πάντα. Πληθυντικός ευγενείας. Προτείνει να πληρώσει αυτός. Όχι λέει, ο Τ., θα κεράσω εγώ. Άλλη φορά. Καθώς αποχωριζόμαστε λέω στον Τσαρούχη: Είναι ένας μεγάλος, Έλληνας ποιητής! Κι αυτός έντρομος: Είπα κάτι που δεν έπρεπε;
φ. Στη Νέα Σμύρνη, έμενε σ' ένα δωμάτιο που η πόρτα του ήταν ένα σκαλί πάνω από το δρόμο. Μαγνησίας 20. Σπάνια κλείδωνε την πόρτα. Κι αν κλείδωνε παραβιαζόταν εύκολα.
χ. Τον Γκάτσο τον συνάντησε με τον Χατζιδάκι στου Φλόκα. Καλοκαίρι του 1974. Τα νερά και οι χυμοί συνόδευαν τη συζήτηση. Αυστηρή, μα γενναία, όπως ταιριάζει σε μαιτρ. Την Χαλκίδα ακόμα την θυμάμαι. Τα παραλιακά εστιατόρια. Τριήμερο Καθαράς Δευτέρας στο ξενοδοχείο Ευρώπη. Ευρώπη το 'λέγαν;
χ'. «Ωδές στον πρίγκηπα», τα ποιήματα ενός φτωχού ποιητή - ζούσε με τον βασικό μισθό του 1981, -για τον πρίγκηπα της ομορφιάς, της τέχνης, του θανάτου. Στο εξώφυλλο δύο άντρες από χαμηλή ταινία της ίδιας εποχής. Μου αρέσει πολύ, να την βάλεις. Να θυμάσαι ότι μ' αρέσει ο Αντονιόνι, ο Παζολίνι, ο Βισκόντι, τα παράφορα τραγούδια, οι μουσικές που χάνονται, τα παιδιά του Βορρά.
ψ. Ψαύω για να δω ότι υπάρχω. Ήταν κάποιος εδώ; Έφυγε; Υπήρξε; Ή όλα ήταν μια μεθυσμένη φαντασία;
ω. Δύο ημέρες πριν από την εορτή μου - του Αγίου Νικολάου, γιορτάζει ο αγαπημένος μου Πειραιάς. Η διαδρομή μου μέχρι να φτάσω εκεί. Δεν τέλειωσα! Μόλις τώρα αρχίζω. Έφυγα όπως οι ήρωες στα βιβλία μου -στις 6 Αυγούστου κι εσείς το μάθατε, από τις εφημερίδες, στις 7 Σεπτεμβρίου.
Καληνύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου