Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

Γιάννης Ρίτσος - Ποιήματα

Θλιμμένη πονηρία

Ο καπνοδόχος, η εκκλησία, ο δρόμος, η ταβέρνα, –  γνωστά.
  Στο σκοτεινό δωμάτιο ένα ψάρι γυρνάει μες στη γυάλα. 
Εκείνος, μόνος, όπως πάντα, παρατηρεί· δεν προσέχει·  
 η αδιόρατη, κινούμενη λάμψη του ψαριού· κι η αίσθηση εκείνη
 απ' την έλλειψη αισθήματος. Ένα ελάχιστο μούδιασμα 
στα δάχτυλα των ποδιών του – η αδοκίμαστη οκνηρία 
να μετακινηθεί, ν ̓ ανάψει φως ή να μείνει εκεί χάμω 
μες στο υποθετικό καρότσι του παράλυτου, απ' όπου βγάζει 
τ' αριστερό του χέρι ψαύοντας τον ένα σιδερένιο τροχό 
σαν να κρατάει το τιμόνι μιας αρχαίας, μακρινής εξουσίας 
κουρασμένης κι αδιάφορης που δε ζητάει ν' ασκηθεί σε κανέναν. 
Έτσι είναι που κρατάς και το ποίημα σαν ορκισμένο μυστικό
 μη και φανεί πως τίποτα δεν έχει πιά κι αυτό ν' ανακοινώσει.

Αθήνα, 9.V.72

Έλλειψη κρυφής γλώσσας

Κλαδιά, τσουβάλια κάρβουνο, κλουβιά, τα κλειδιά στην καρέκλα·  
δεύτερη, τρίτη σκάλα. Η γυναίκα γυμνή πίσω απ' την πόρτα. 
Οι γλάστρες στο διάδρομο. Ο κουτσός στο λουτρό. Το ξύλινο πόδι του
 με την κόκκινη κάλτσα στη γωνιά. Είχα ζητήσει – λέει – 
μιάν άλλη γλώσσα, μόνον με σύμφωνα, με κλειστούς ήχους, 
να πω επιτέλους απρόσκοπτα κείνα που αιώνες κι αιώνες 
όλοι αποσιωπήσαν ή αλλοιώσαν τόσο που πιά δεν εκφράζουν 
παρά τη μια απ ̓ τις δυό αυλακιές της άρνησης ανάμεσα στα φρύδια, 
ενώ το παραπαίδι του κρεοπωλείου με μια φυσαρμόνικα της τσέπης
 κάνει τα δώδεκα σφαγμένα αρνιά να κλαίνε στα τσιγκέλια.

Αθήνα, 14.Ι.73


Θυσία


Κάγκελα, εσύ, αυτός, κάγκελα, η νύχτα, – ποιος; Παιδί μου, παιδί μου· 
φώναξα πάνω απ' τη σκάλα, παιδί μου, κοράκι μου, κυρά μου· 
ψέματα σου 'πα· αλήθεια σου 'πα λέγοντας ψέματα· αλήθεια· 
μόνο το σίδερο –μπηγμένος λοστός μες στη γης· στο λοστό 
κάθεται το μικρό πουλί·  με κοιτάει· το κοιτάω· ξέρει και ξέρω·  
του χώνω στο ράμφος τα διαμάντια μου· το πνίγω· όταν άξαφνα
 ανάβουν οι μεγάλοι προβολείς και μόλις που προφταίνω
 να μείνω ασάλευτος, γυμνός, πλάι στο γυμνό άγαλμά μου,
κρατώντας στο 'να χέρι μου το μόνο που είχα, το πνιγμένο πουλί μου. Ο φρουρός
πέρασε, στάθηκε, κοίταξε, λόγχισε τ ̓ άγαλμά μου, όχι εμένα. Το αίμα 
που κύλησε στο μαρμάρινο δάπεδο ήταν το δικό μου.


Αθήνα, 14.Ι.73


Στιγμή διαρκείς


Με τα μαλλιά της εύθραυστα, σχεδόν φοβισμένα. Παίρνει το καλάθι
τ' αποθέτει μπροστά στον καθρέφτη. Δεν κοιτάζει μέσα. Ξέρει: 
εκείνα τα πουλιά μες στη ντουλάπα του τοίχου, αμετακίνητα πάντα,
 ανάμεσα σε γυναικεία καπέλα με φτερά και μωβ κορδέλες· – χρόνια και χρόνια
λησμονημένα εκεί, χωρίς ράμφος, μόνο με μάτια. Το τραγούδι
δεν έρχεται από κει. Λοιπόν, μόνο με μάτια. Πιο κάτω,
ο θόρυβος απ' τους στρατώνες, καθώς οι νεοσύλλεκτοι πετούν απ' τη μάντρα
τις μεγάλες αρβύλες τους στο γέρο τυφλό οργανοπαίχτη. Σ' αυτό το σημείο
κόβεται η μουσική που ετοιμαζόταν ν ̓ ακούσει η γυναίκα. Κλείνει τα μάτια:
μεγάλα ακρογιάλια κατάσπαρτα με ασπίδες, με κοντάρια, με νεκρούς 
ασημωμένους απ' το δειλινό φεγγάρι. Πως γίνεται – είπε –
τριάντα τόσους αιώνες να μην έχουν πεθάνει; Ω εσύ,
βαθιά, βουβή ευσπλαχνία του ειπωμένου κι ακουσμένου λόγου.

Αθήνα, 18.Χ.73


Ανανέωση

Χρειαζόταν κάθε τόσο ν' αλλάζουμε χώρο, γιατί οι λέξεις γερνούσαν, 

χάναν το νόημά τους, ξεθωριάζαν. Στα παλιά βυρσοδεψεία 

άνθρωποι, δέρματα, οι κυνηγημένες κότες, τα σπασμένα τζάμια 

παίρναν ένα άσπρο χρώμα σκοτεινό, μουσκεμένο. Ο ξύλινος τροχός

 κείτονταν σάπιος μέσα στις τσουκνίδες. Και τότε θυμηθήκαμε

 τα τέσσερα ζευγάρια γυναικεία παπούτσια παρατημένα στην όχθη· –  

απέναντι: τέσσερις κόκκινες ομπρέλες κρύβοντας ως το στήθος 

τις εύσωμες γυμνές γυναίκες. Εσύ δε συμφωνούσες πάλι, 

ήθελες μόνο να γράψεις ένα ποίημα – όχι κόκκινο, είπες, 

ένα μεγάλο ποίημα, μάλλον λευκό σκοτεινό, χωρίς καθόλου λέξεις.

Καρλόβασι, 23.VIΙ.74


Διάσπαρτα

Η νύχτα με τα πολλά της ζώα, με τις ανάποδες σκούπες·  
ίσκιοι προβλεπτικοί· το σκαμνάκι του φεγγαριού στα χαλίκια. 
Κι εγώ ονειρεύτηκα – είπε. Τι αθετημένοι δρόμοι,
προθήκες κοσμηματοπωλείων, συνθήματα σβησμένα, 
συνθήματα ξαναγραμμένα. Είχες ανέβει στο λόφο·
 άγγιζες το καμπαναριό. Ύστερα οι πέτρες, τ ̓ αγκάθια. 
Ύστερα η αμερόληπτη νύχτα, – μια τεράστια οξυδέρκεια·  
 λέξεις και λέξεις μυστικά πυκνωμένες. Ο  ̓Αλέκος 
 έβηχε στο λουτρό, πάνω απ' το θόρυβο της βρύσης·
στ' απέναντι παράθυρο μισοκοιμόταν ο μικρός φλαουτίστας
 κι αργότερα οι βρεγμένες πετσέτες, το ψαλίδι, τα κόκκινα φύλλα.

Κάλαμος, 26.Χ.74

Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα ΙΑ', Κέδρος


Aντλήθηκαν από ανάρτηση του Γιώργου Κεντρωτή στο fb στις 15/08/2025.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρίστος Πλακονούρης - Ξένος

Και τώρα πια είμαι ξένος,  ακόμη και στον τόπο μου πεντάξενος ξένος, τυφλό ελάφι σε φραγμένο πεδίο βολής. Που όλοι με το κορμί σου στα δόντι...