ΑΝΤΙΚΡΥ ΣΤΟ ΒΡΑΧΟ
Βράχος στο βράχο. Η αρχαία γνωριμία, η αδιάπτωτη.
Χρόνος βαθύς, πληρωμένος· ταλαιπωρημένη δόξα
και η αρχική αθωότητα. Γαβριήλ, Γαβριήλ, τόσο γυμνοί γυρίσαμε πίσω —
γυμνή η ουσία, γυμνό το σχήμα. Κι οι νεκροί καλά πλαγιασμένοι
με τα μετάλλινα κουμπιά τους, με τις σπάθες τους, χωρίς λύπη καθόλου
δική τους ή δική μας· — με τι στέρησες και τι δαφνοκλάδια
ως τη βαθιά ανταπόκριση του θετικού κενού. Έτσι· έτσι·
να μη ρωτήσουμε για το ύστερα είπε. Κι η ερώτηση
γραμμένη κιόλας στη μεγάλη σιδερένια θύρα, εκεί
απ' όπου πέρασαν γαλήνια οι δώδεκα ψαράδες
κρατώντας στα πανέρια τους τα δεκατρία κομμένα τους κεφάλια.
Μονοβασιά, 28.ΙΧ.74
ΘΥΜΗΜΑΤΑ
Τα παιδικά σου χρόνια σε περίμεναν σε ξεχασμένες γωνίες,
σε κτίρια κατεδαφισμένα, σε βυζαντινές καμάρες, —
εκεί 'ταν το κουρείο· εκεί το τσαγκαράδικο· εκεί
θα πρέπει να 'ταν το ιχθυοπωλείο —μοιάζει το πέτρινο πεζούλι. Η γυναίκα
με τα πολύ μακριά μαλλιά — την είχε κλέψει ο ταχυδρομικός διανομέας·
ύστερα πέθανε. Έβρεχε. Τα τέσσερα παιδιά
είχαν κλειστεί στ' άλλο δωμάτιο. Κρατούσαν
την παλιά θαλασσιά κασετίνα. Δεν είχαμε περισσότερο χρόνο —
απανωτά γεγονότα, πόλεμοι και πόλεμοι, ξενιτεμοί, βιβλία,
οι μισοτελειωμένες μνήμες, οι έρωτες, το κλεισμένο πηγάδι·
ο εφημέριος παρέλειψε ονόματα — ποιος τα θυμάται;
Αργότερα το ίδιο παιδί, σε χρόνια δίσεχτα, να κουβαλάει νερό μ' ένα καλάθι
κι ο παιδεμός της μεγάλης ερημιάς στα λιοφρυγμένα καραούλια.
Ξιφιάς, 14.VII.75
ΟΙ ΠΕΝΤΕ
πιο χαμηλά τ' αμπέλια, το καμπαναριό, τα γκρεμισμένα σπίτια.
Ζητούσαν να μοιράσουν δίκαια τα βλέμματα, τις λέξεις. Ο ένας
κρατούσε ακόμη το ραβδί του αρχαίου ραβδοσκόπου.
Ο άλλος είχε τη σωφροσύνη του θανάτου. Μετακινούσε κάθε τόσο
λίγα χαλίκια στο χώμα με την άκρη του παπουτσιού του. Ο τρίτος
«τ' αποσιωπημένα, τα βαθιά μες στο χρόνο, βρίσκουν τρόπο κι εκείνα
να υπάρξουν σε μιάν άλλη, πιο σωστή, πραγματικότητα — είπε —
πειθήνια δήθεν, ανεξάντλητα ωστόσο». Ο τέταρτος σώπαινε. Ο πέμπτος
«προς τι οι ανασκαφές κι οι ανακαλύψεις; — είπε. Σύντομο το κέρδος
και του έμπορα και του καραβοκύρη. Συντομότερο του ήρωα». Κι άξαφνα
χτύπησε τις παλάμες του σαν να χειροκροτούσε κάποιον,
έδιωξε το μικρό πουλί, το κοίταξε να χάνεται πίσω απ' τα βράχια,
έσκυψε, ακούμπησε τα γένια του στα γυμνά γόνατά του,
χαμογέλασε μόνος. Οι άλλοι τέσσερις θάψαν στο χώμα
το μεγάλο κόκκινο ψάρι με τα χρυσά πτερύγια.
Αθήνα, 16.VII.75
Γιάννης Ρίτσος, Μονοβασία, Αθήνα: Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου