- Σ’ είπανε Ελένη.
- Στης μάνας σου τον κόρφο, στου κύρη σου την αγκαλιά.
- Στις ανθοστόλιστες της Σπάρτης πεδιάδες μεγαλώνεις.
- Ανάμεσα σε ορχιδέες, παπαρούνες, καλόγερους και λιβελούλες.
- Αλλά ήρθε η ώρα σου να παντρευτείς.
- Κάποιον Μενέλαο να πάρεις.
- Και κατά πώς είθισται.
- Παιδιά θα κάνεις, υφαντά θα γνέφεις και με ζεστό νερό τα πόδια του θα πλένεις.
- Κάθε φορά που θα επιστρέφει στη συζυγική σου κλίνη.
- Αποκαμωμένος απ’ τις φωνές της αγοράς, τα αίματα της μάχης, των ιερόδουλων τα βογκητά και των συμποσίων τα πιο όμορφα αγόρια.
- Έτσι θα κυλήσει η ζωή σου, σκιά της σκιάς του άντρα σου, όπως κυλάει η ζωή όλων των κοριτσιών της ηλικίας, της τάξης και του καιρού σου.
- Μόνο που για σένα έχουν άλλα σχέδια η μοίρα κι οι θεοί, οι ποιητές κι οι στρατηλάτες.
- Ή μήπως νόμιζες ότι τα περιλάλητα τα κάλλη σου δεν θα ’χανε το τίμημά τους;
- Όθεν και το μέγιστο δίδαγμα για τους καλλιτεχνούντες αλλά και για τους μη καλλιτεχνούντες: ποικιλοτρόπως πώς η ομορφιά καθίσταται πηγή οδύνης.
- Όθεν επίσης και οι ευφάνταστες μετωνυμίες του ονόματός σου.
- Δεν λέω μόνο για το «Ωραία» δίπλα στο «Ελένη».
- Κατά καιρούς σ’ είπαν επίσης μήλον της έριδος, αμαρτωλή σύζυγο, γυνή εκδιδομένη, ιερόδουλη, πουτάνα, πόρνη.
- Στο μεταξύ των Αχαιών και των Τρώων οι στρατοί πολεμάνε ακόμη για λογαριασμό σου.
- Το δε αρχαίον Ίλιον δεν έπαψε ούτε στιγμή να βρίσκεται υπό στενή πολιορκία.
- Αλλά εσύ συνεχίζεις να ονειρεύεσαι αποβραδίς τις ανθισμένες πλαγιές της Λακωνίας.
- Και το πρωί στολίζεσαι, βάφεσαι και με τα πιο όμορφα ενδύματα εξέρχεσαι.
- Για να παρακολουθήσεις όλον αυτόν τον συρφετό των ηλιθίων που σφάζεται χιλιάδες χρόνια στην ποδιά σου.
- Αλλά για πόσο καιρό ακόμη θα ονομάζεις απ’ τα τείχη της πολιορκημένης πόλης τους μελλοθανάτους – ιδού ο Αχιλλεύς και ο Αγαμέμνων, ιδού ο Αίας και ο Διομήδης – χωρίς να συμπεριλαμβάνεις το δικό σου όνομα ανάμεσά τους;
- Λησμονώντας ευσχήμως ότι.
- Εσύ η εσαεί πολιορκημένη.
- Εσύ η εσαεί ηττημένη.
- Εσύ η εσαεί λεηλατημένη.
- Όχι μόνο από θεούς κι ανθρώπους αλλά κι απ’ αυτούς ακόμη τους ποιητές.
- Που σε ζωντάνευαν στα έπη τους όσο συνεχιζότανε η μάχη και σε ξαναθυμούνταν στις τραγωδίες τους μόνο μετά τη λήξη της.
- Με κείνη την εικόνα που μνημείωσε ο Ευριπίδης προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού.
- Μαλλιοτραβηγμένη απ’ τα χέρια του Μενέλαου να σέρνεσαι ξοπίσω του στο χώμα.
- Με όλο το στράτευμα των Αχαιών να χασκογελάει για τον ξεπεσμό σου.
- Και μακριά στο βάθος να καπνίζουνε τα αποκαΐδια της κυριευμένης πόλης.
- Αλλά ήσουν στα αλήθεια εσύ, Ελένη, η Ελένη που πλιατσικολόγησαν οι Αχαιοί στην κουρσεμένη Τροία ή μήπως ήτανε το ομοίωμά σου;
- Κι αν πράγματι ήτανε το ομοίωμά σου, τότε πόσα ακόμη πουκάμισα αδειανά θα σου ξαναφορέσουνε οι ποιητές, ώσπου επιτέλους να φανεί στον κόσμο η γυμνή αλήθεια.
- Δεν ξέρω αν πρόλαβες κι η ίδια να το μάθεις, όμως πολλούς αιώνες μετά αποκαλύφθηκε ότι άλλη ήταν η αιτία της πολιορκίας.
- Βλέπεις, πάντα το συμφέρον θα υποκρίνεται την ομορφιά σου.
- Άλλα έτσι δεν γίνεται εξ απανέκαθεν με τους πολέμους των αντρών, των θρησκειών και των εθνών;
- Οπότε δεν μου μένει παρά να σε εγκαλέσω για την αφέλειά σου:
- Είσαι υπόλογη της αθωότητάς σου.
- Είσαι υπεύθυνη της ομορφιάς σου.
- Είσαι ένοχη της φύσης σου.
- Γιατί εσύ, Ελένη, δεν είσαι μόνο η Ελένη.
- Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της Λωρραίνης, η Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Γκιουζ, η Γαρυφαλλιά, η Δώρα, η Καρολάιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη.
- Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ.
- Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός της κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο εξομολόγος, ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας, ο ερωτύλος εραστής, ο προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός πατέρας και πάνω απ’ όλα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.
- Θυμάσαι;
- Υπήρξαν κάποτε καιροί που σ’ έζευα στο άροτρο, σε γέμιζα με ενοχές και αμαρτίες, σου φορούσα ζώνη αγνότητας, σε έκαιγα στην πυρά σαν μάγισσα, σε πετούσα στο πηγάδι, σου ’δινα το όνομά μου, σε ξυλοφόρτωνα, σε περιέφερα ημίγυμνη στους δρόμους, ακρωτηρίαζα τα γεννητικά σου όργανα, έκοβα τους μαστούς, τη γλώσσα, τα αυτιά, ξύριζα το κεφάλι σου και κάθε βράδυ σε λεηλατούσα στο κρεβάτι μου.
- Αλλά ευτυχώς ήρθαν και παρήλθαν όλα αυτά. Τώρα έχουμε δημοκρατία, δικαιώματα, διεθνείς κανόνες, πολιτισμικές σπουδές, γυναικείες οργανώσεις και έμφυλες ταυτότητες.
- Μπορείς λοιπόν να κοιμάσαι στο πλάι μου σίγουρη ότι το κρεβάτι μας θα ’χει μόνο τα κυκλάμινα, τα ρόδα, τα χρυσάνθεμα και τα κρίνα που μάζευες παιδούλα στην πεδιάδα της πατρίδας σου.
- Αλλά είναι τρεις τα ξημερώματα. Σε έχω πάρει αγκαλιά και χαϊδεύω το στήθος σου. Ανοίγεις τα μάτια και προσπαθείς να αναπνεύσεις. Σηκώνεις αργά το κεφάλι, στρέφεις το βλέμμα σου σε μένα και με κοιτάζεις τρομαγμένη.
- Ποιον εφιάλτη βλέπεις μπροστά σου, ρε Ελένη;
- Μη νομίζεις, είναι στιγμές που κι ο ίδιος βλέπω μπροστά μου εφιάλτες.
- Έλα, λοιπόν, ας κάνουμε ταμείο. Εδώ οι αμυχές, οι μώλωπες και τα γδαρσίματά μου.
- Θυμάμαι όταν άρχισες να γδύνεσαι. Γέμισαν οι τοίχοι, το πάτωμα και οι πόρτες αίματα. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες και βγήκα απ’ το δωμάτιο σκυφτός.
- Ήπια παγωμένο νερό απ’ το ψυγείο, έβρεξα τον λαιμό και το μέτωπό μου, ύστερα στάθηκα για λίγο αμίλητος μπροστά στο τζάμι της κουζίνας για να συμμαζέψω τις σκέψεις μου και μετά από λίγο επέστρεψα στο κρεβάτι σιωπηλός. Σου έπιασα το χέρι και σε κοίταξα στα μάτια, χαμογελώντας τρυφερά.
- Μη σκιάζεσαι, ψιθύρισα. Είσαι πια επιδέξια στις πτώσεις. Και σε ξανάσπρωξα.
- Τώρα τριγυρνάω μονάχος μου τις νύχτες, κατεβάζω οινοπνεύματα, σέρνομαι στους δρόμους κι ανακαλώ γυναικεία ονόματα.
- Αν τύχει να πέσω πάνω σου, σε βλέπω αμέσως να χαμηλώνεις το κεφάλι, να στρέφεις αλλού τα μάτια και να επιταχύνεις το βήμα.
- Ποιους βιαστές αναγνωρίζεις, ρε Ελένη, ακόμη και στο πιο αθώο βλέμμα μου;
- Όταν, πάλι, γυρίζω νωρίς τα ξημερώματα στο σπίτι, σε αναζητώ στους άδειους τοίχους, συνομιλώ με τα φαντάσματα της κρεβατοκάμαρας, πού και πού μάλιστα υποδύομαι τον ποιητή για να αποξεχνιέμαι.
- Κάθομαι λοιπόν και γράφω ιστορίες για σένα όπως αυτή εδώ που μόλις έγραψα. Με αγάπες, προδοσίες, στερεότυπα αφηγηματικά μοτίβα, αρχετυπικά σύμβολα και μπόλικη υποκρισία.
- Αλλά πάντα είναι σαν να λείπει κάτι – ένα νόημα, μια αλήθεια, μια χειρονομία, ίσως στο τέλος τέλος η θλίψη των ματιών σου.
- Δεν ξέρω αν ανεπαρκώ εγώ ή αν ανεπαρκούν οι λέξεις – ή αν κι οι δυο μαζί ανεπαρκούμε. Όσον αφορά εσένα κι εμένα, πολύ φοβάμαι ότι η αλήθεια θα κείται πάντα παραπέρα.
- Ξανά απ’ την αρχή λοιπόν πιάνω τον κομμένο μίτο - μπας και καταφέρω τα ξέφτια του να ενώσω.
- Σε λένε Εύα.
- Ο Θεός σ’ έπλασε απ’ το πλευρό μου για να μη νιώθω μόνος.
- Ζούμε ευτυχείς στον παράδεισο. Αλλά κατά παράβαση των εντολών του Πατέρα, ετοιμάζεσαι να φας το μήλο.
- Μαζεύομαι στην άκρη φοβισμένος. Ο καταραμένος όφις αρχίζει να ξυπνάει ανάμεσα στα σκέλη μου.
- Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις.
- Στης μάνας σου τον κόρφο, στου κύρη σου την αγκαλιά.
- Στις ανθοστόλιστες της Σπάρτης πεδιάδες μεγαλώνεις.
- Ανάμεσα σε ορχιδέες, παπαρούνες, καλόγερους και λιβελούλες.
- Αλλά ήρθε η ώρα σου να παντρευτείς.
- Κάποιον Μενέλαο να πάρεις.
- Και κατά πώς είθισται.
- Παιδιά θα κάνεις, υφαντά θα γνέφεις και με ζεστό νερό τα πόδια του θα πλένεις.
- Κάθε φορά που θα επιστρέφει στη συζυγική σου κλίνη.
- Αποκαμωμένος απ’ τις φωνές της αγοράς, τα αίματα της μάχης, των ιερόδουλων τα βογκητά και των συμποσίων τα πιο όμορφα αγόρια.
- Έτσι θα κυλήσει η ζωή σου, σκιά της σκιάς του άντρα σου, όπως κυλάει η ζωή όλων των κοριτσιών της ηλικίας, της τάξης και του καιρού σου.
- Μόνο που για σένα έχουν άλλα σχέδια η μοίρα κι οι θεοί, οι ποιητές κι οι στρατηλάτες.
- Ή μήπως νόμιζες ότι τα περιλάλητα τα κάλλη σου δεν θα ’χανε το τίμημά τους;
- Όθεν και το μέγιστο δίδαγμα για τους καλλιτεχνούντες αλλά και για τους μη καλλιτεχνούντες: ποικιλοτρόπως πώς η ομορφιά καθίσταται πηγή οδύνης.
- Όθεν επίσης και οι ευφάνταστες μετωνυμίες του ονόματός σου.
- Δεν λέω μόνο για το «Ωραία» δίπλα στο «Ελένη».
- Κατά καιρούς σ’ είπαν επίσης μήλον της έριδος, αμαρτωλή σύζυγο, γυνή εκδιδομένη, ιερόδουλη, πουτάνα, πόρνη.
- Στο μεταξύ των Αχαιών και των Τρώων οι στρατοί πολεμάνε ακόμη για λογαριασμό σου.
- Το δε αρχαίον Ίλιον δεν έπαψε ούτε στιγμή να βρίσκεται υπό στενή πολιορκία.
- Αλλά εσύ συνεχίζεις να ονειρεύεσαι αποβραδίς τις ανθισμένες πλαγιές της Λακωνίας.
- Και το πρωί στολίζεσαι, βάφεσαι και με τα πιο όμορφα ενδύματα εξέρχεσαι.
- Για να παρακολουθήσεις όλον αυτόν τον συρφετό των ηλιθίων που σφάζεται χιλιάδες χρόνια στην ποδιά σου.
- Αλλά για πόσο καιρό ακόμη θα ονομάζεις απ’ τα τείχη της πολιορκημένης πόλης τους μελλοθανάτους – ιδού ο Αχιλλεύς και ο Αγαμέμνων, ιδού ο Αίας και ο Διομήδης – χωρίς να συμπεριλαμβάνεις το δικό σου όνομα ανάμεσά τους;
- Λησμονώντας ευσχήμως ότι.
- Εσύ η εσαεί πολιορκημένη.
- Εσύ η εσαεί ηττημένη.
- Εσύ η εσαεί λεηλατημένη.
- Όχι μόνο από θεούς κι ανθρώπους αλλά κι απ’ αυτούς ακόμη τους ποιητές.
- Που σε ζωντάνευαν στα έπη τους όσο συνεχιζότανε η μάχη και σε ξαναθυμούνταν στις τραγωδίες τους μόνο μετά τη λήξη της.
- Με κείνη την εικόνα που μνημείωσε ο Ευριπίδης προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού.
- Μαλλιοτραβηγμένη απ’ τα χέρια του Μενέλαου να σέρνεσαι ξοπίσω του στο χώμα.
- Με όλο το στράτευμα των Αχαιών να χασκογελάει για τον ξεπεσμό σου.
- Και μακριά στο βάθος να καπνίζουνε τα αποκαΐδια της κυριευμένης πόλης.
- Αλλά ήσουν στα αλήθεια εσύ, Ελένη, η Ελένη που πλιατσικολόγησαν οι Αχαιοί στην κουρσεμένη Τροία ή μήπως ήτανε το ομοίωμά σου;
- Κι αν πράγματι ήτανε το ομοίωμά σου, τότε πόσα ακόμη πουκάμισα αδειανά θα σου ξαναφορέσουνε οι ποιητές, ώσπου επιτέλους να φανεί στον κόσμο η γυμνή αλήθεια.
- Δεν ξέρω αν πρόλαβες κι η ίδια να το μάθεις, όμως πολλούς αιώνες μετά αποκαλύφθηκε ότι άλλη ήταν η αιτία της πολιορκίας.
- Βλέπεις, πάντα το συμφέρον θα υποκρίνεται την ομορφιά σου.
- Άλλα έτσι δεν γίνεται εξ απανέκαθεν με τους πολέμους των αντρών, των θρησκειών και των εθνών;
- Οπότε δεν μου μένει παρά να σε εγκαλέσω για την αφέλειά σου:
- Είσαι υπόλογη της αθωότητάς σου.
- Είσαι υπεύθυνη της ομορφιάς σου.
- Είσαι ένοχη της φύσης σου.
- Γιατί εσύ, Ελένη, δεν είσαι μόνο η Ελένη.
- Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της Λωρραίνης, η Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Γκιουζ, η Γαρυφαλλιά, η Δώρα, η Καρολάιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη.
- Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ.
- Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός της κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο εξομολόγος, ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας, ο ερωτύλος εραστής, ο προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός πατέρας και πάνω απ’ όλα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.
- Θυμάσαι;
- Υπήρξαν κάποτε καιροί που σ’ έζευα στο άροτρο, σε γέμιζα με ενοχές και αμαρτίες, σου φορούσα ζώνη αγνότητας, σε έκαιγα στην πυρά σαν μάγισσα, σε πετούσα στο πηγάδι, σου ’δινα το όνομά μου, σε ξυλοφόρτωνα, σε περιέφερα ημίγυμνη στους δρόμους, ακρωτηρίαζα τα γεννητικά σου όργανα, έκοβα τους μαστούς, τη γλώσσα, τα αυτιά, ξύριζα το κεφάλι σου και κάθε βράδυ σε λεηλατούσα στο κρεβάτι μου.
- Αλλά ευτυχώς ήρθαν και παρήλθαν όλα αυτά. Τώρα έχουμε δημοκρατία, δικαιώματα, διεθνείς κανόνες, πολιτισμικές σπουδές, γυναικείες οργανώσεις και έμφυλες ταυτότητες.
- Μπορείς λοιπόν να κοιμάσαι στο πλάι μου σίγουρη ότι το κρεβάτι μας θα ’χει μόνο τα κυκλάμινα, τα ρόδα, τα χρυσάνθεμα και τα κρίνα που μάζευες παιδούλα στην πεδιάδα της πατρίδας σου.
- Αλλά είναι τρεις τα ξημερώματα. Σε έχω πάρει αγκαλιά και χαϊδεύω το στήθος σου. Ανοίγεις τα μάτια και προσπαθείς να αναπνεύσεις. Σηκώνεις αργά το κεφάλι, στρέφεις το βλέμμα σου σε μένα και με κοιτάζεις τρομαγμένη.
- Ποιον εφιάλτη βλέπεις μπροστά σου, ρε Ελένη;
- Μη νομίζεις, είναι στιγμές που κι ο ίδιος βλέπω μπροστά μου εφιάλτες.
- Έλα, λοιπόν, ας κάνουμε ταμείο. Εδώ οι αμυχές, οι μώλωπες και τα γδαρσίματά μου.
- Θυμάμαι όταν άρχισες να γδύνεσαι. Γέμισαν οι τοίχοι, το πάτωμα και οι πόρτες αίματα. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες και βγήκα απ’ το δωμάτιο σκυφτός.
- Ήπια παγωμένο νερό απ’ το ψυγείο, έβρεξα τον λαιμό και το μέτωπό μου, ύστερα στάθηκα για λίγο αμίλητος μπροστά στο τζάμι της κουζίνας για να συμμαζέψω τις σκέψεις μου και μετά από λίγο επέστρεψα στο κρεβάτι σιωπηλός. Σου έπιασα το χέρι και σε κοίταξα στα μάτια, χαμογελώντας τρυφερά.
- Μη σκιάζεσαι, ψιθύρισα. Είσαι πια επιδέξια στις πτώσεις. Και σε ξανάσπρωξα.
- Τώρα τριγυρνάω μονάχος μου τις νύχτες, κατεβάζω οινοπνεύματα, σέρνομαι στους δρόμους κι ανακαλώ γυναικεία ονόματα.
- Αν τύχει να πέσω πάνω σου, σε βλέπω αμέσως να χαμηλώνεις το κεφάλι, να στρέφεις αλλού τα μάτια και να επιταχύνεις το βήμα.
- Ποιους βιαστές αναγνωρίζεις, ρε Ελένη, ακόμη και στο πιο αθώο βλέμμα μου;
- Όταν, πάλι, γυρίζω νωρίς τα ξημερώματα στο σπίτι, σε αναζητώ στους άδειους τοίχους, συνομιλώ με τα φαντάσματα της κρεβατοκάμαρας, πού και πού μάλιστα υποδύομαι τον ποιητή για να αποξεχνιέμαι.
- Κάθομαι λοιπόν και γράφω ιστορίες για σένα όπως αυτή εδώ που μόλις έγραψα. Με αγάπες, προδοσίες, στερεότυπα αφηγηματικά μοτίβα, αρχετυπικά σύμβολα και μπόλικη υποκρισία.
- Αλλά πάντα είναι σαν να λείπει κάτι – ένα νόημα, μια αλήθεια, μια χειρονομία, ίσως στο τέλος τέλος η θλίψη των ματιών σου.
- Δεν ξέρω αν ανεπαρκώ εγώ ή αν ανεπαρκούν οι λέξεις – ή αν κι οι δυο μαζί ανεπαρκούμε. Όσον αφορά εσένα κι εμένα, πολύ φοβάμαι ότι η αλήθεια θα κείται πάντα παραπέρα.
- Ξανά απ’ την αρχή λοιπόν πιάνω τον κομμένο μίτο - μπας και καταφέρω τα ξέφτια του να ενώσω.
- Σε λένε Εύα.
- Ο Θεός σ’ έπλασε απ’ το πλευρό μου για να μη νιώθω μόνος.
- Ζούμε ευτυχείς στον παράδεισο. Αλλά κατά παράβαση των εντολών του Πατέρα, ετοιμάζεσαι να φας το μήλο.
- Μαζεύομαι στην άκρη φοβισμένος. Ο καταραμένος όφις αρχίζει να ξυπνάει ανάμεσα στα σκέλη μου.
- Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις.
Γυναικών τε, Εύμαρος, 2023
[Παγκόσμια μέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών σήμερα...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου