Την αποφεύγουνε σαν πιάτο λερωμένο
και την φοβούνται σαν μια σκάλα στο σκοτάδι.
Κι όμως εμείς που περπατήσαμε μαζί της,
σαν την σημαία την υψώνουμε με πάθος.
Όλοι ζητούν την ζεστασιά στο παραμύθι
και δεν τους νοιάζει ο βοριάς και το κοτσύφι.
Σαν μια γριά που την λησμόνησαν οι πάντες,
κανείς την πόρτα της δεν λέει να κτυπήσει.
και δεν τους νοιάζει ο βοριάς και το κοτσύφι.
Σαν μια γριά που την λησμόνησαν οι πάντες,
κανείς την πόρτα της δεν λέει να κτυπήσει.
Σαν μία άγνωστη που δεν την πλησιάζουν,
σαν το σπουργίτι που κανείς δεν το προσέχει,
έτσι κι η Ποίηση που πέφτει σαν ψιχάλα·
γιατί το κλάμα της δεν φτάνει στην καρδιά τους.
σαν το σπουργίτι που κανείς δεν το προσέχει,
έτσι κι η Ποίηση που πέφτει σαν ψιχάλα·
γιατί το κλάμα της δεν φτάνει στην καρδιά τους.
2005
Πρώτη δημοσίευση ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 133, Φθινόπωρο 2005
Πηγή: Ποιητική καταδίκη, Αθήνα: Το κοινόν των ωραίων τεχνών 2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου