ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΣΠΙΤΙΑ
Δυστυχισμένος και κουρασμένος, σκέφτεσαι σπίτια
Ζεστά και με μαλακά χαλιά στο βράδυ του Δεκέμβρη,
Καθώς τ' άσπρα κομμάτια του χιονιού πέφτουν πίσω
απ' το παράθυρο
Και το πορτοκαλί φως της φωτιάς χοροπηδά. Ένα κορίτσι
τραγουδά
Εκείνο το τραγούδι του Γκλουκ που ο Ορφέας πλέκεται
με το θάνατο·
Οι μεγαλύτεροί του παρατηρούν, νεύοντας την ευτυχία τους
Να ξαναδούν τον καιρό καινούριο στα φοβισμένα του μάτια:
Οι υπηρέτες φέρνουν τον καφέ, τα παιδιά αποτραβιούνται,
Μεγάλοι και μικροί χασμουριούνται και πάνε για ύπνο,
Τα κάρβουνα μαραίνονται και λάμπουν ρόδινα και σταχτιά,
Καιρός να κουνηθείς! και να σπάσεις τούτο το
Τετριμμένο όνειρο, και να γυρίσεις το κεφάλι σου
Εκεί που ο υπόγειος φορτώνεται, εκεί που η κατάθλιψη
Των φτωχικών κτιρίων φανερώνεται,
Εκεί κοντά στου μετρό το συνωστισμό, όπου ανώνυμον
Στο κοινό, καλοντυμένον ή μίζερο,
Ένα πλήθος σε περικυκλώνει, χτυπώντας σαν είσπραξη ταμείου
το πεπρωμένο σου,
Οργισμένον, όπως ακριβώς μια μηχανή!
*
ΜΠΟΝΤΛΕΡ
Όταν πέφτω να κοιμηθώ, κι όταν κοιμάμαι ακόμα,
Ακούω, αρκετά καθαρά, φωνές να λένε
Ολόκληρες φράσεις, κοινότοπες κι ασήμαντες,
Δίχως καμιά σχέση με τις υποθέσεις μου.
Αγαπητή μητέρα, μας έμεινε κανένας καιρός
Για να 'μαστε ευτυχισμένοι; Τα χρέη μου είναι τεράστια.
Ο τραπεζικός μου λογαριασμός υπόκειται στην κρίση
του δικαστηρίου.
Δεν ξέρω τίποτα. Δε μπορώ να ξέρω τίποτα.
Έχω χάσει την ικανότητα να κάνω μια προσπάθεια.
Όμως τώρα όπως και πριν η αγάπη μου για σένα μεγαλώνει.
Είσαι πάντα οπλισμένη να με λιθοβολήσεις, πάντα:
Είναι αληθινό. Χρονολογείται απ' τα παιδικά μου χρόνια.
Για πρώτη φορά στη μακριά ζωή μου
Είμαι σχεδόν ευτυχισμένος. Το βιβλίο σχεδόν τελειωμένο,
Φαίνεται σχεδόν καλό. Θ' αντέξει, ένα μνημείο
Στις μανίες μου, στο μίσος μου, στην αηδία μου.
Τα χρέη κι η ανησυχία επιμένουν και μ' αδυνατίζουν.
Ο Σατανάς γλιστρά μπροστά μου, λέγοντας γλυκά:
"Αναπάψου μια μέρα! Μπορείς ν' αναπαυτείς και να παίξεις
σήμερα.
Το βράδυ θα δουλέψεις". Όταν έρχεται η νύχτα,
Το μυαλό μου, τρομαγμένο απ' τις καθυστερήσεις,
Τρυπημένο απ' τη θλίψη, παραλυμένο απ' αδυναμία,
Υπόσχεται: "Αύριο: Θα δουλέψω αύριο".
Αύριο η ίδια κωμωδία παίζει το ρόλο της
Με την ίδια διάλυση, την ίδια αδυναμία.
Ειμ' άρρωστος μ' αυτή τη ζωή των επιπλωμένων δωματίων.
Ειμ' άρρωστος με τα κρυώματα και τους πονοκεφάλους:
Ξέρεις την αλλόκοτη ζωή μου. Κάθε μέρα φέρνει
Τ' ανάλογο μερίδιο της οργής. Λίγο ξέρεις
Ενός ποιητή τη ζωή, αγαπητή Μητέρα: Πρέπει να γράψω
ποιήματα,
Η πιο κουραστική ασχολία.
Είμαι θλιμμένος αυτό το πρωί. Μη με κατηγορείς.
Γράφω από 'να καφέ κοντά στο ταχυδρομείο,
Ανάμεσα στα κλικ απ' του μπιλιάρδου τις μπάλες, τον κρότο
των πιάτων,
Το βροντοχτύπημα της καρδιάς μου. Μου ζήτησαν να γράψω
"Μια Ιστορία της Γελοιογραφίας". Μού ζήτησαν να γράψω
"Μια Ιστορία της Γλυπτικής". Να γράψω μια ιστορία
Των γελοιογραφιών των γλυπτών σου στην καρδιά μου;
Αν και σου κοστίζει αμέτρητη αγωνία,
Αν και δε μπορείς να πιστέψεις πως είναι αναγκαίο,
Κι αμφιβάλλεις αν το ποσό είναι σωστό,
Παρακαλώ στείλε μου χρήματα, αρκετά τουλάχιστο για τρεις
βδομάδες.
ΝΤΕΛΜΟΡ ΣΒΑΡΤΣ
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ
ΠΟΙΗΣΗ
Μετάφραση
Αλέξη Τραϊανού
ΑΣΕ Α.Ε.
1979
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου