Ο Τσάρλι, ένας τριαντάχρονος ανθρωπολόγος, αγοράζει τον Αδάμ, ένα από τα πρώτα ανδροειδή που αναπαράγουν πιστά το σώμα και τις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου. Στο απόσπασμα αναφέρονται οι πρώτες παρατηρήσεις του και η πρώτη τους συνομιλία στο σπίτι του, αμέσως μετά την αφαίρεση της συσκευασίας που το προστάτευε.
Καθόταν μπροστά μου εντελώς ακίνητος μέσα στο μισοσκόταδο του χειμωνιάτικου απογεύματος. Τα κομμάτια της συσκευασίας που τον προστάτευε ήταν ακόμη στοιβαγμένα γύρω από τα πόδια του. Αναδυόταν μέσα από αυτά σαν την Αφροδίτη του Μποττιτσέλλι από το κοχύλι της. Μέσα από το βορινό παράθυρο, το φως που λιγόστευε διέγραφε το περίγραμμα του μισού του σώματος και μια πλευρά του ευγενικού του προσώπου. Οι μόνοι ήχοι ήταν ο φιλικός ψίθυρος του ψυγείου και ο πνιχτός βόμβος της κίνησης έξω στον δρόμο. Τότε αισθάνθηκα τη μοναξιά του να εγκαθίσταται σαν βάρος γύρω από τους μυώδεις ώμους του. Ξυπνώντας, είχε βρεθεί σε μια μουντή κουζίνα, σε μια γειτονιά του νότιου Λονδίνου στα τέλη του εικοστού αιώνα, χωρίς φίλους, χωρίς παρελθόν, χωρίς κάποια αίσθηση για το μέλλον του. Ήταν πραγματικά μόνος.
Απλώνοντας το χέρι μου προς τον διακόπτη για να ανάψω το φως, ρώτησα: «Πώς αισθάνεσαι;».
Απέστρεψε το βλέμμα για να σκεφτεί την απάντηση. «Δεν αισθάνομαι εντάξει».
Αυτή τη φορά ο τόνος του ήταν επίπεδος. Φαίνεται πως η ερώτησή μου του είχε χαλάσει το κέφι. Αλλά εδώ δούλευαν μικροεπεξεργαστές, οπότε για ποιο κέφι μιλάμε;
«Τι τρέχει;»
«Δεν έχω ρούχα. Και–»
«Θα σου φέρω εγώ. Τι άλλο;»
«Αυτό το καλώδιο. Αν το τραβήξω να βγει, θα πονέσει».
«Θα το κάνω εγώ και δε θα πονέσει».
Αλλά δεν κινήθηκα αμέσως. Κάτω από το δυνατό ηλεκτρικό φως μπορούσα να παρατηρήσω την έκφρασή του, που ελάχιστα άλλαζε όταν μιλούσε. Αυτό που έβλεπα δεν ήταν ένα τεχνητό πρόσωπο, αλλά η μάσκα ενός παίκτη του πόκερ. Χωρίς το ζωογόνο αίμα μιας προσωπικότητας, είχε λίγα να εκφράσει. Λειτουργούσε με κάποια μορφή προκαθορισμένου προγράμματος που θα τον εξυπηρετούσε ώσπου να ολοκληρωθεί η λήψη των αρχείων του. Διέθετε κινήσεις, φράσεις, προγραμματισμένες διαδικασίες που του προσέδιδαν ένα επίχρισμα αληθοφάνειας. Ήξερε κατ’ ελάχιστον τι να κάνει, όχι περισσότερα. Σαν άνθρωπος με εφιαλτικό πονοκέφαλο μετά από μεθύσι.
ΙΑΝ ΜΑΚΓΙΟΥΑΝ, Μηχανές σαν κι εμένα, μετάφραση Κατερίνα Σχοινά, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019 (απόσπασμα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου