Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Δόξα εν υψίστοις

Λίγο πριν απ’ την ανατολή, με το πρώτο φως της ημέρας, έβλεπε συχνά από το παράθυρό του παρέες δελφινιών να περνούν πέρα στο βάθος χορεύοντας τον δικό τους δελφινίσιο χορό. Τα ακολουθούσε με το βλέμμα του μέχρι που δεν φαίνονταν άλλο. Και τότε, απέναντι στην ευγένεια και μεγαλοσύνη της θάλασσας, τα μάτια του παιδιού γέμιζαν δάκρυα. 

Το μεγάλο ψάρι πλησιάζει τώρα πιο κοντά, πλησιάζει και τερετίζει. Το παιδί σαν να το έχει ξανακούσει αυτό το τερέτισμα, μοιάζει με του δρυοκολάπτη στο δάσος, στην πίσω μεριά του χωριού, κάτω από την καινούργια εθνική. Σηκώνεται. Παιδί και δελφίνι στην ίδια ευθεία. Το ψάρι επιμένει. Το παιδί αντιλαμβάνεται πως κάτι θέλει να του πει το ζωντανό, κάποια ανάγκη το κρατάει, κάτι χρειάζεται και θέλει να του μιλήσει. Το κυριεύει η περιέργεια. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, ρίχνει το μικρό ξύλινο βαρκάκι του στο νερό, πηδάει μέσα, πιάνει τα κουπιά και ανοίγεται. Το δελφίνι βγάζει μικρές φωνές, συνεχίζει τα μακροβούτια. 

Το παιδί με τη βάρκα πλησιάζει το κήτος. Το δελφίνι κόβει κύκλους γύρω του, πηδάει κάθε τόσο έξω από το νερό. Τώρα το παιδί προσέχει κάτι αλλιώτικο, κάτι ξένο πάνω του: εκεί ακριβώς που λεπταίνει η ράχη και ξεκινάει η ουρά του, ένα ατσάλινο καμάκι είναι μπηγμένο πέρα για πέρα, βγαίνει από την άλλη μεριά. 

Το παιδί δεν διστάζει ούτε για μια στιγμή. Αφήνει τα κουπιά, πετάει φανέλα και παντελονάκι στον πάτο της βάρκας και βουτάει. Τη θάλασσα την ξέρει πολύ καλά, είναι δική του υπόθεση. 

Το δελφίνι βγάζει κραυγές πόνου. 

Με γρήγορες απλωτές, το ολόγυμνο παιδί πλησιάζει το κήτος, που τώρα κάθεται ήσυχο στον αφρό σαν το γατί και περιμένει. Με το αριστερό του χέρι αγκαλιάζει το σώμα του πληγωμένου δελφινιού σε σφιχτή λαβή κάτω από τη μέση και με το δεξί σπρώχνει με όλη του τη δύναμη τη σκουριασμένη βέργα. Το κακόβουλο σιδερικό γλιστράει, με κάποιο ζόρι στην αρχή, σκορτσάρει λιγάκι, μετά κυλάει, βγαίνει από την άλλη μεριά, βουλιάζει, εξαφανίζεται στον βυθό. Το δελφίνι σπαρταράει για λίγο, πηδάει άτσαλα μια δυο φορές, κάνει κύκλους και στροφές γύρω από το παιδί, βουτάει, και με μια τρελή κατεβασιά χάνεται στα βαθιά, στο σκοτεινό λουλακί της θάλασσας. 

Λευτέρης Ξανθόπουλος, «Δόξα εν υψίστοις», Warum? και άλλες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2020 (απόσπασμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πωλ Ελυάρ - Δύο ποιήματα

  ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ Πλησιάζουμε Μέσα στα δάση Πάρε το δρόμο του πρωινού Ανέβα τα σκαλιά της πάχνης Πλησιάζουμε Είναι η καρδιά της γης σφιγμένη Να...