Μα είχαμε ένα μάθημα, που το λένε πατριδογνωσία, κι όσο και να θέλει κανένας, δεν
μπορεί να το διδάξει μέσα στην τάξη, γιατί θα ξεγενεί, θα ξεθεωθεί, να λέει, να λέει, χωρίς να
Τάξη αρχίζει από την τάξη του παιδιού. Τι σχήμα έχει, πού κάθεται το κάθε παιδί… και λίγο
από λίγο προχωρείς… Κουβεντιάζομε για την αυλή μας… για τις άλλες κάμαρες… ύστερα
πάμε παραέξω, πιάνομε το δρόμο… τη συνοικία… και ποια σπουδαία οικοδομήματα
πέφτουνε στη γειτονιά του σκολειού μας.
Εμείς είχαμε εκεί κοντά το Δημοτικό Νοσοκομείο και μια παλιά εκκλησούλα, του Αφέντη
Χριστού. Γιατί λοιπόν όχι; και πώς καλύτερα θα δίδασκα αυτά τα πράγματα… στην σκοτεινή,
την ανήλιαγη τάξη μας; ή να τα ’βγαζα τα παιδιά έξω, να τα δουν με τα ίδια τους τα μάτια;
Και πιο κάτω διάτασσε ο Νόμος, να τους διδάξω και τις άλλες γειτονιές, και τη Δημαρχία, και
την Τράπεζα και τις άλλες Εκκλησίες και το Ταχυδρομείο. Μα αυτά δεν μπορούσα να τα
κάμω μέσα στην κάμαρα. Ευτυχώς που η Παιδαγωγική έλεγε ορθά κοφτά, πως στο μάθημα
της Πατριδογνωσίας, οφείλει ο διδάσκων να πάρει τα παιδιά, «να τα οδηγήσει επί τόπου.»
Ευρήκα κ’ εγώ την Παιδαγωγική και οχυρώθηκα κει από πίσω, για να λείψουνε τα λόγια.
Μόνο η Αυγή δε μιλούσε∙ μάλιστα συχνά ερχότανε και μαζί, σαν τύχαινε, να ταιριάζουνε οι
ώρες μας και τα μαθήματα. Ήθελε αυτή να διδάξει περί «λόφου», κ’ εγώ περί
«δενδροστοιχίας», συμφωνούσαμε και βγαίναμε μαζί∙ κ’ εδίδασκε ωραία η Αυγή. Πολύ
ευχαριστιόμουν, άμα την άκουα. Είχε κέφι πολύ η διδασκαλία της, κ’ η ίδια της ήταν γελαστή
και ανοιχτόκαρδη.
Πως είχε φυσικά και λίγη ευθύνη η διδασκαλία «επί τόπου», ούτε λόγος να γίνεται. Όποιος
του τύχαινε να βγαίνει συχνά έξω συνοδεύοντας δύο ή τρία παιδιά, αυτός μόνος είναι σε
θέση να καταλάβει, τι μπελάς, τι βάσανο είναι να κουβαλάς εξήντα κουτάβια. Όλη την ώρα
πρέπει να ’χεις το νου σου, να τρέχεις από δω, να τα οδηγάς από κει, ίδιος τσομπάνος… αν
περάσει κάρο ή αυτοκίνητο, φοβάσαι, μη σου τα πατήσει… άμα συναντήσετε στο δρόμο
τίποτα αξιοπερίεργο, που δε λείπουνε ποτέ, τα μικρά σταματούνε και δε θένε να ξεκολλήσουν… βρίσκεται και κάνα αφηρημένο, κάνα χαζό, που ξεχνιέται κοιτάζοντας από
κάποιο παράθυρο, κ’ ύστερα σαν τα μετρήσεις, βλέπεις που σου λείπει… Μα οι κόποι σου
ακριβοπληρώνουνται. Αποζημιώνεσαι μόλις φτάσεις, κι αρχίσεις το μάθημα∙ γιατί το
μυαλουδάκι των παιδιών φρεσκαρισμένο από το ύπαιθρο, αρπάζει μονομιάς, ό,τι του πεις.
Έλλη Αλεξίου, Γ΄ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον, Αθήνα, Καστανιώτης, 1978 (1934), σσ.
94-95.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου