Σ' αυτόν τον δρόμο ζουν ακόμα ξεχασμένες
οι παιδικές σκιές μας και τις βλέπω σαν νυχτώνει
με τόση θέρμη αλήθεια- τόσο πάθος
τόσην αθώα έγνοια στο παιχνίδι.
οι παιδικές σκιές μας και τις βλέπω σαν νυχτώνει
με τόση θέρμη αλήθεια- τόσο πάθος
τόσην αθώα έγνοια στο παιχνίδι.
Κι ούτε που πρόσεξαν ποτέ πως φύγαμε όλοι
πως μεγαλώσαμε, πως πέρασαν τα χρόνια.
Μήτε το ξέρουν πως για πάντα μόνες μείναν
πως οι μανάδες δε θα βγουν να τις γυρέψουν
φωνάζοντας στις πόρτες τους, «Μαρία»
«Δημήτρη», «Γιώργο», «Νάντια», «Βαγγελάκη».
πως μεγαλώσαμε, πως πέρασαν τα χρόνια.
Μήτε το ξέρουν πως για πάντα μόνες μείναν
πως οι μανάδες δε θα βγουν να τις γυρέψουν
φωνάζοντας στις πόρτες τους, «Μαρία»
«Δημήτρη», «Γιώργο», «Νάντια», «Βαγγελάκη».
Αχ, δεν προσέξανε ποτέ πως όλοι φύγαμε
πως οι μανάδες τους δε μένουν πια στο σπίτι
πως άλλο σπίτι δεν τους έμεινε απ' τον δρόμο
να παίζουν, να γελούν, να ξεφωνίζουν
έξω απ' τον χρόνο τόσο έρημες κι αθώες.
πως οι μανάδες τους δε μένουν πια στο σπίτι
πως άλλο σπίτι δεν τους έμεινε απ' τον δρόμο
να παίζουν, να γελούν, να ξεφωνίζουν
έξω απ' τον χρόνο τόσο έρημες κι αθώες.
(Από τη συλλογή «Μνήμες της ρίζας», εκδ. Κουκκίδα, 2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου