Ποιος να θυμάται την κοπέλα του δάσους
ώρα που έγερνε στο διάσελο η βροχή,
ώρα που ο Οκτώβρης ψήλωνε στα μάτια της;
Φύλλα ο αγέρας τής ταξίδευε στο στήθος,
κίτρινα στη βροχή…
-ποιος τάχα να θυμάται
τη μακρινή κοπέλα των βουνών
και των δέντρων;
Είχε μακριά μαλλιά.
Τα φόραγε ο άνεμος κάθε πρωί.
Το βράδυ που έλυνε το μπούστο της
γιόμιζ’ ο ουρανός χιλιάδες άστρα.
Ποιος να θυμάται την κοπέλα της βροχής,
ώρα που έγερνε τα μάτια του ο κόσμος;
Σε νιοσκαμμένους τάφους τα βήματά της
και τα χείλη της
δυο κερασιές στου δάσους τη νεροσυρμή.
Ακόμα βρέχει.
Στο φόρεμά της κούρνιασαν πουλιά.
Στα πόδια της τα φύλλα μουρμουρίζουνε
μύθους καλοκαιριών που θά ‘ρθουν.
Ποιος να θυμάται την κοπέλα της βροχής…
Πέφτει το σούρουπο στις κορυφές των δέντρων.
(Αλέκος Φλωράκης, από τη συγκεντρωτική έκδοση
«Τα Ορατά και τα Αόρατα, Ποιήματα 1968-2018»,
εκδ. Γαβριηλίδης, 2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου