Όποιος ταξιδεύει...ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σιλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ ντουέντε". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δεν θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε... Το ντουέντε, που βασικά σημαίνει "Άγιο Πνεύμα", είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια...Είναι το ίδιο το πνεύμα της γης... Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του, τη μέρα που πήρε το κώνειο...
Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα έλεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης , στον πύργο της τελείωσής του, γίνεται ύστερα από μια σκληρή μάχη μ' ένα ντουέντε. Όχι μ' έναν άγγελο ούτε με μια Μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Η αληθινή μάχη είναι το ντουέντε...
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαμένκο Παστόρα Παβόν, "Το κορίτσι με τις χτένες", μια σκοτεινή και βαθιά Ισπανική φυσιογνωμία εφάμιλλη του Γκόγια...τραγουδούσε...με μια φωνή όλο σκιά και λειωμένο μέταλλο, με τη φωνή της σκεπασμένη με φύκια πλεγμένα στα μακριά μαλλιά της. Στιγμές τη μούσκευε με μανχανίγια, στιγμές την έχανε σε σκοτεινά και απόμακρα δάση. Μα τίποτε. Το ακροατήριο έμενε ακίνητο. Δε χειροκρότησε κανείς...Μόνο ένας μικρόσωμος άντρας, ένας απ' αυτούς τους χορευτές με τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από μποτίλιες άσπρο μπράντυ, είπε με φωνή χαμηλή, γεμάτη σαρκασμό: "Βίβα Παρί!" σα να 'θελε να πει: "Εδώ δε ζητάμε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάμε κάτι άλλο!".
Μόλις τ' ακουσε "Το κορίτσι με τις χτένες", τινάχτηκε σα δαιμονισμένη, σαν τσακισμένη μοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε μονορούφι μια γεμάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς, και κάθισε ξανά να τραγουδήσει- χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσματα με το λαιμό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά...με ντουέντε. Κατάφερε να γκρεμίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν' αφήσει το δρόμο ελεύθερο σ' ένα μανιασμένο και φλογερό ντουέντε, σύντροφο των ανέμων που ξεσηκώνουν την άμμο στην έρημο, που 'κανε αυτούς που την άκουγαν ν' αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους με τον ίδιο ρυθμό που προσεύχονται οι νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Βαρβάρας.
"Το κορίτσι με τις χτένες" αναγκάστηκε να κάνει κομμάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισμένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη μορφή μα το μεδούλι της μορφής...Και πώς τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίμα που σου 'κοβε την ανάσα με τον πόνο και την αλήθεια της...
Όλες οι Τέχνες μπορούν να 'χουν ντουέντε, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό- είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν...
Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής και αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα...Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν...Ο δεσμός της Ισπανικής τέχνης με τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι μια τέχνη που πνίγεται στ' αγκάθια και στις πέτρες...
Ούτε απορεί κανείς όταν συναντάει το τραγούδι αυτό στην παλαιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας:
Στον κήπο θα πεθάνω.
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω.
Βρήκα το θάνατο στον κήπο
Μάνα γλυκιά!
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Μάνα γλυκιά!
Βρήκα το θάνατο να περιμένει
Κρυμμένο στην τριανταφυλλιά!
Στον κήπο θα πεθάνω.
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πεισθεί πως θα μπαινοβγαίνει ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για πάντα απαρηγόρητα...Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μια αντρίκεια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού...
(Η διάλεξη του ποιητή για το Duende και τη σημασία του δόθηκε τον Οκτώβρη του 1934 στο Μπουένος Άιρες. Τα παραπάνω αποτελούν αποσπάσματα, σε μετάφραση της Ολυμπίας Καράγιωργα)
Πηγή: https://idrymapoiisis.blogspot.com/2011/10/duende.html
......................................................................................................................................................................
(...) Αυτοί οι «μαύροι ήχοι» είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για «μαύρους ήχους» και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε «μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ».
Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: «Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών». Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας.
Αυτή η «μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ», είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν΄ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια σεγγιρίγια. (…)
Όχι . Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο. (…)
Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Όχι μ΄ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα.. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου.
Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ.
Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ΄ το να
πετάξει ανάλαφρα πάνω απ΄ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει. (…)
Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει κι εξαντλείται τόσο γρήγορα – την είδα δυο φορές – αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο. (…)
Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ΄ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ΄ αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος.
Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε. (…)
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια. (…)
Όλες οι Τέχνες μπορούν να΄ χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα. (…)
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι «μαύροι ήχοι» του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία.
Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε.
Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων».
Άνοιξη, 1930
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Πηγή: https://skourkos2012.blogspot.com/2013/06/05061898.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου