ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΞΑΣΤΕΡΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Είμαι παιδί του ξάστερου καλοκαιριού,
του ήλιου του καυτού που καίει το μεσημέρι,
ξυπόλυτος τους μήνες Ιούλιο κι Αύγουστο
τριγύριζα στους έρημους δρομίσκους της μικρής μας πόλης.
Έμπαινα στους κήπους που ήταν ξέφραγοι
κι έτρωγα τα δαμάσκηνά τους,
κρεμούσαν τα κλαδιά κατάφορτα ως κάτω
κι ήταν σαν να 'τανε δικά μου όλα.
Το σπίτι μας ήταν μικρό,
αν άπλωνες το χέρι σου, άγγιζες τη σκεπή του,
μικρό σπιτάκι της "Περίθαλψης", προσφυγικό.
Όταν τον Μάρτη γύριζαν τα χελιδόνια
κανένα τους δεν έκτιζε φωλιά στη στέγη μας
κι ήταν αυτό των παιδικών μου χρόνων ο καημός.
Η μάνα μου έλεγε: μη χολοσκάνεις βρε!
τον άλλο χρόνο θα' ρθουν και σε μας τα χελιδόνια,
θα χτίσουν μια φωλιά μεγάλη και σε μας,
θα κάνουν και μικρά
κι όταν θα φύγουν το φθινόπωρο να πάνε σ' άλλα μέρη,
εμείς θα τη φυλάξουμε, να μη χαλάσει η φωλιά τους.
Και πίστευα τα λόγια της μητέρας μου
κι όλο μετρούσα με τα δάκτυλα τους μήνες
και λόγιαζα ο Μάρτης πότε θα 'ρθει.
Είμαι παιδί του ξάστερου καλοκαιριού,
ποτέ μου δεν κοιμήθηκα το μεσημέρι,
ρουφούσα του ήλιου τις καυτές αχτίνες
όπως η μέλισσα ρουφάει τη γύρη από τα λούλουδα.
Κέρδιζα μέρες, μήνες, χρόνια.
Το βράδυ, όταν ήθελα να πέσω στο κρεβάτι,
η μάνα στο πεζούλι του σπιτιού μπροστά
μ' έπλενε τα πόδια με τον μαστραπά
κι όλο με κάκιζε για τη βρωμιά, για τις πληγές
και τις φουσκάλες απ' τ' αγκάθια.
Βρωμάς σαν το σκυλί, βρε! Φώναζε.
Μα γω δεν άκουγα.
Από τη νύστα κλείνανε τα μάτια μου.
16/7/1999
Οπτική γωνία 12
...................................................
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ
Στην πόλη αυτή περπάτησα,
στα ερημικά της στενοσόκακα.
Δεν είχε ποτέ αξιώσεις η πόλη αυτή
να δείξει άλλο πρόσωπο.
Σ' άλλους χρόνους είχε πολλά πηγαία νερά,
λεύκες, ιτιές και πλατάνους.
Είχε ένα μεγάλο πλήθος πελαργών.
Τα δειλινά της ήταν γεμάτα χρώματα, άυλοι ανθόκηποι.
Ένα ρολόγι μεγάλο στητό σε πύργο ρύθμιζε τις ώρες.
Τίποτε άλλο.
Σ' αυτήν την πόλη έζησα, δεν σκέφθηκα να φύγω σ' άλλη.
Εδώ γνώρισα τον έρωτα χωρίς στα χέρια να 'χω τίποτε.
Μα τίποτε! Ήταν μεστό ποτήρι πίκρας.
Τον αναζήτησα στους ασήμαντους δρόμους της.
Εδώ, στη μικρή μας πόλη άπλωσα τα φτερά της φαντασίας.
Εδώ σχεδίασα το υπόλοιπο του βίου μου ταξίδι.
Εδώ με βρήκε ο χειμώνας όπως τα σπίτια κλειστά που μένουν,
αφού τα εγκατέλειψαν οι ένοικοί τους.
Εδώ στην πόλη αυτή μένω ακόμα.
Εδώ ξημερώνει - βραδιάζει, ξημερώνει - βραδιάζει.
Εδώ θλιμμένες αντηχούν φωνές, όταν ο ήλιος χάνεται στη δύση
και τ' αστεράκι του βραδιού σκάει πασίφωτο
στο μυστικό λυκόφως.
Ήταν το πεπρωμένο μου, στην πόλη αυτή να ζήσω.
Χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς να περιμένω να ' ρθει εκείνο,
που τα φτερά του θ' άνοιγε πλατιά σαν ένας αλμπατρός...
Οπτική γωνία, 15
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ της ποιήτριας Ιωάννας Αβραμίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου