ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Δεν ήθελα νά κοιτάξω τα μάτια σου
αν δε σε συναντούσα εκεί,
που θα μπορούσα να σε ανακαλύψω
άφησα να κυλήσει το βλέμμα μου αάνέπαφο,
στους πολύπτυχους λόφους των χρυσωρυχείων,
που έλεγες: συγκοινωνούν με τους ουρανοξύστες
της ακατάσχετης πολιτείας,
στο μονότονο πλήθος που ηχούσε αδιάφορα:
—Coca-Cola ή Pepsi, Please,
—τέσσερις πέννες, αν πιείτε εδώ, Thank you,
—δεν είναι της φυλής Ζούλου,
—όχι, δεν είναι,
-—Thank you,
τώρα πια έμαθα να διακρίνω
στις ομοιόμορφες στέγες των χαμηλών σπιτιών,
εδώ Γερμανοί,
εκεί Μιγάδες,
πιο κάτω οι απόγονοι των Μπόερς,
στους τετραγωνισμένους αμείλιχτους δρόμους—
πόση σιωπή αλύγιστη, μέσα στον άδειο θόρυβο,
σωριασμένη σ’ όλους τούς δρόμους—
έμαθα να διακρίνω στη σύντομη διάλεκτο,
την πυκνή απουσία σου,
την ακατάσχετη,
στο μικρό διάστημα των ματιών σου
που σβήνει με τον ορίζοντα
στους Λόφους του Νότου
πού θα μπορούσα να σε ανακαλύψω.
***
Ο ΝΟΜΟΣ
Ακόμη και τώρα που σε συλλογίζομαι
μελαψή πόρνη του Joubert Park,
χωρίς να οχυρώνομαι
πάνω στα ταραχώδη στήθια σου
και η φωνή του κορμιού σου,
το ανυπόμονο αιδοίο σου,
άπλαστος περίβολος του κόσμου μου
μέσα στον οργασμό της νύχτας—
θάθελα να ήξερα ποια ήταν η βαθύτερη ηδονή
άραγε το κορμί σου, τα μάτια σου
κι εκείνο τό σπαραχτικό:
από σήμερα θ’ αγαπώ τους Έλληνες, σερ,
ή μήπως περισσότερο απ’ όλα
μ’ έκανε ακατάσχετο η οργιαστική ελπίδα
πως ίσως, τουλάχιστον απόψε,
ή μις Baxter, ή θυρωρός, δε θάναι μεθυσμένη
και θα σε δει και θα χτυπήσει την πόρτα,
τακ! τακ! ο αμείλιχτος Νόμος—
ύστερα, όταν θα με δείχνουν με το δάχτυλο
οι ευκατάστατοι ομογενείς:
αυτός είναι, που κοιμήθηκε με τη μαύρη,
εγώ θα πορεύομαι υπερήφανος
με το μέτωπο ψηλά, ακέριος κι αλώβητος,
με την άφθαρτη χαρά να σκεπάζει το κορμί μου:
απόψε καταπάτησα έναν ακόμη Νόμο.
*Από τη συλλογή “Ποιήματα της καλής ελπίδος”, Αθήνα 1963.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου