Στο ουράνιο πλήθος των ψυχών θα σε ζητήσω
μέσ’ απ’ την εκμηδένιση νέος και θεάρεστος.
Εγώ στους μαιάνδρους των ονείρων μπερδεύτηκα
σε κάθε βήμα η γη με ανατρέπει.
Ολόξανθη
θα φεύγεις απ’ τα κράτη
έχοντας και τα δυο σου χέρια
πάνω στην ήβη που σκιρτά
ολόξανθη
γυρίζεις υγρή στις πρωτεύουσες
ένα κοχύλι του θαλάσσιου κρημνού η μαργαρίτα των άκρων σου
και οι νύχτες γλυκά μακροσκελείς...
Θυμάμαι τώρα μονάχος με τ’ αστέρια
χωρίσαμε απόβραδο και πήγαινες
φρεσκοβγαλμένη απ’ την αγκαλιά μου –
ζούσαν ακόμη τα βήματα του κήπου ενώ έφευγες
παίρνοντας το χώρο μαζί σου.
Έχω στη μνήμη το υγρό φυτό με τα φύλλα του
που είναι πεσμένα φτερά πουλιού και τ’ όνομα του:
Justitia – ο ήλιος του Εθνικού Κήπου
μέσα στο απόγευμα των φυλλωμάτων μικρός φωτοστέφανος.
Από κόκκινο αίμα ο άγγελος έβγαινε
και χύνεται στη σινδόνη τ’ ουρανού
μα η ρομφαία λάμπει
στίλβοντας τη δικαιοσύνη που είν’ ο έρωτας.
Κάθομαι μια στιγμή στο κορινιθιακό κιονόκρανο
πλάι στο ρυάκι με το βυθισμένο σπόνδυλο
για να φέρω τον ιερό απελπισμό, αρχαίες ώρες.
Δεν υπάρχεις...
Ω θάνατε βασιλέα των πραγμάτων
πιέζεις απόψε το μικρό μου στήθος.
Ποιήματα, 1961
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου