Ένας Άμλετ με μαύρο φτέρωμα
στο αχούρι της Ιστορίας
έριχνε αυτοκτονικές ματιές
στις κουρτίνες της δύσης
- Υπεροψία ή δυσπεψία; -
φωνάζοντας: «Δεν βλέπω διαφορά. Αυτή
είναι η απάντηση - σε ποιο
ερώτημα ξέχασα. Ωστόσο· ωστόσο...
κάτι ευρωπαϊκό σαπίζει στην Ευρώπη!»
Αυτά! Και βαθύ το σκοτάδι·
ανορθόγραφη ερημιά το δάσος· υλοτόμος
πνιγμένος στ’ ανοιχτά της ρεματιάς το εξόριστο τζιτζίκι.
Μέταλλο αδίστακτο όπου πεύκο τρυφερό
στην αγκαλιά του πρωινού - καλοκαίρι
ξυπόλητο και το παιδί
πουλί από λίγο στο κλαδί και το κλαδί
παιδί του ένδοξου, αρχαίου μεσημεριού.
Ψεύτικη πέτρα όπου αλήθεια δροσερή
της άμμου – άνοιξη βαθιά
ανάμεσα στου κοριτσιού
τα μήλα, φορτωμένα παρθένο δισταγμό
και θάρρος διάφανων παιδιών.
Ο αριθμός διαφθορέας
της λέξης – λέξη ζωντανή
αγκάθι αδέσποτο στο χέρι του παιδιού
κι «Αχ, μάτια μου! Πάψε να κλαις·
να, πάει βγήκε»: χείλη
της μάνας σαν κεράσια,
στο πονεμένο δάχτυλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου