Οι Δικαιούχοι
Κι εμείς μια ολόκληρη ζωή πανέτοιμοιΓι’ ανύπαρκτους κινδύνουςΣτους προμαχώνες της ευσεβούς μας φαντασίας«Σαν έτοιμοι από καιρό σα θαρραλέοι»Για μια άτακτη - μοιραία βέβαια - υποχώρησηΣτα προσφιλή μας μετόπισθενΓοητευτικοί κι ωραίοι λιποτάκτεςΑπ’ όλα της ζωής τα φλογισμένα μέτωπαΠρόθυμοι πάντα για να προσκομίσουμε τεκμήριαΠαράσημα και τέτοια για μια μας πρόσληψη σε ΥπουργείοΌτι βεβαίως πολεμήσαμε, ότι είμαστε τα εξαίσια θύματαΕνός άλλου - ενός ανύπαρκτου πολέμου -Αντάξιοι τώρα για τον έπαινο του ΛήμουΓια «κατ’ εξαίρεσιν διορισμούς» ή «καθ’ υπέρβασιν προσλήψεις»Με ολόλευκα τελείως ποινικά και εθνικόφρονα μητρώαΕνδεδειγμένοι κι επαΐοντες να διοικήσωμεν την χώρανΜε ανεπίληπτα ψηφίσματα και ριζικές μεταρρυθμίσειςΤαπεινοφρόνως υποσχόμενοι την πλήρην εκμηδένισιν τηςγραφειοκρατίας.Αλλά προπάντων μ’ ευσπλαχνίαν και δικαιοσύνηνΓια τους αθόρυβους εργάτες της ανοικοδόμησηςΓια τους εν γένει άγνωστους στρατιώτεςΓια τους οποίους - κρατική δαπάνη - θ’ ανεγείρονται αδριάντεςΣε πολυσύχναστες πλατείες και λεωφόρουςΓια να φαντάζουν πάντα ιδανικοί κι ωραίοι μες τη σκέψη μαςΑλλά προπάντων μέσα στην εύπλαστη συνείδηση των νεωτέρων.Ποίηση 71-74
Πού είσουναΠού είσυννα λοιπόν όταν σου κόβανε τα χέριαόταν στις άσπιλες εκτάσεις των ματιών σου ρίχνανεάδειες κορνίζες σκοτεινά σωσίβιαγια να μη φτάσεις ως τα βάθη των κινδύνων σουγια να περάσεις ως την όχθη που σε περιμένειένας σωσίας βίου ένας χαμάλης που σηκώνει το τσουβάλικαι το φέρνει για μια γόπα απ’ το καμίνι της ψυχής σουως τις καρβουναποθήκεςγια να μη φτάσεις ως τη δίψα κι από κει ως τη μοναδικήπηγή που στάζει απ’ την κορυφαία της πέτρα.
Πού είσοννα λοιπόν όταν σου κατεδάφιζαν τα χείληκαι σούσβηναν με μια μεγάλη γομολάστιχα το πρόσωποσε ποια ζαχαροκάλαμα τον ύπνου όταν τρυπούσαντα καράβια στο Αιγαίο κι αυτά βουλιάζανε στο αίμα σουόταν έχανες τα πράγματα από τα μέρη του μυαλούγια να τα βρεις την άλλη αυγή στο μαυσωλείο.
Λέγε λοιπόν πού γύριζες την ώρα της εκτέλεσηςτι τόκανες το πτώμα σου κι από ποιον«όροφο τρέλας» σε πέταξε στο ποτάμι.
Οι Παραχαράκτες
Ερωτικά(II)Από κάποιο φρικώδες μονοπάτισίγουρα θα φτάσωτην απλησίαστηαίγλητων θελγήτρων σου.
(III)Μια πυρόξανθη τρόπις παιδίσκης ανατέλλειμέσα απ’ το ήσυχο ποτάμι των ανα-φυλλητών σου.Το σώμα της γραφής
Μυστική σκάλαΉρθες κι εσύ να σε φιλοξενήσουμε παλιέ μας φίλε·ήρθες κι εσύ σ’ αυτό το «άσυλο» να ξαποστάσεις.Και βέβαια είναι διαθέσιμο το κρεββάτι του Μιχάλη.Πήγε προχτές μ’ εκείνα τα χαρτιά στο πιεστήριο·δώσαμε πρώτα ραντεβού στο γνώριμο στενό με τις μαρκίζεςγια την άλλη Δευτέραή για την άλλη παρουσία.
Τον ανεβάσανε συρτό στο τρίτο πάτωμασ’ εκείνο κει το σκοτεινό γραφείο.Και τότε αυτός από μια σκάλαμυστική αόρατη ανεξιχνίαστη την ίδια κιόλας νύχταανέβηκε σκαλί σκαλί στον έβδομο όροφο.
Κι ως την αυγήστον έβδομο ουρανό.
Ποίηση 71-74
(Δ)
Άλλαζαν χρώματα οι μορφές σου μες στο φωςτης σκέψης μου. Που βάδιζες μονάχημια μεγάλη μέδουσα στη νύχτατων νερών.Που με πονούσε σαν ωδίνη και μεμεταμόρφωνεγια να είμαι πάντα μαζί σου ο καιρόςτης φωτιάς σε σάπια ξύλα, η πληγήτης ομορφιάς σου, μια
πολλαπλασιασμένη πράξηγέννησης.
Λιβιδώ
ΒάρκιζαΈνα ένα έπεφταν τα όπλα· επανα-ληπτικά, εκείνα με το κινητόουραίο, οι γκράδες και τα καριο-φίλια σαν κομμένα ρόδα στη σκιάτης Βάρκιζας.
Ένα ένα πέφτανε σαν φύλλα· η τραυλή Αλίανθοςμη μιλάς μαύρο γιασεμίστον κρόταφο.
Η Άλλη Μέρα: έσκυβες να δειςτα οστά στα βάθη.Έριχνες πέτρακαι δεν άκουγεςτην άκρη της.
Οντοφάνεια
Η κουκουλωμένη γενιά
Η γενιά μου αχτένιστη κατεβαίνει στους δρόμους της Αθήνας.Με τα σπασμένα μέλη της τρομάζει τους σεμνότυφουςαναγνώστες δίχως θεό συν πλην όραμα.Και καθώς φοβάται όπως ο διάβολος το λιβάνι τηντρυφεράδα τηςοικειοποιείται το παραπειστικό φόντο του σαρκασμού(που σα στηθαίο λιμενοβραχίονα κρύβει την πεμπτουσία του)ντύνεται το τραχύ του ρούχο και παράγειμουσική από άγρια πνευστά της φυλής των Ίνκαςαπό έγχορδα σέρνοντας ένα βλάσφημο δοξάριπάνω στους αλύγιστους στίχους της ενδόμυχης χαλυβουργίας.Φορά κι αυτή όπως ο άλλος (λυρικός) διάβολος τη μυθικήπανοπλία τηςντύνεται τις κίτρινες κριτικές της τις μυθώδειςεκπομπές των ραδιοφώνωντους φιλικούς αποτροπιασμούς με την ακόμη εν τω γίγνεσθαισυνομοταξία των εμβρυϊκών κοπαδιών τουκατεστημένου (σείεται και καλεί τον Ταύροτης δόξας που την ανεβαίνει κι ακούγεται πάλι τομούγγρισμα της αιώνιας δαμάλας).Κατά τα άλλα απομυθοποιεί με ζήλο το παρόν.Αποκωδικοποιεί όλα τα πνευματικά σφραγισμένα μας μνημούρια.Διώχνει με καυστική γλώσσα - ξόρκι ή ξόανο το κακό.Ταξιδεύει με Μπόιγκ στην Άπω Ανατολή και προσεταιρίζεται
με Τέχνη το Εγγύς μέλλον.
Το σώμα της γραφής
Η φωτιά που με καίειΗ φωτιά που με καίει για να περνώ από τον εαυτό μουστα θαύματα.Για να είναι το ανέγγιχτο η προέκτασητων χεριών μου· το αθέατο η πείναγια τους άλλους οφθαλμούς· η παρα-τηρητική μας όραση.Ας έρθει λοιπόν να κατακάψειεκείνο που πονούσα σαρκωμένο στο χτεςκαι καθόλου στο αύριο. Την ασάλευτη νύχταπου δεν ήμουν ο δολοφόνος.
Όταν το ξύλο παλιώνει ονειρεύεταιτη λάμψη του.
Α! το κομμένο χέρι μου είναι μάτιη θλίψη μου είναι μουσικήτο καθετί που λείπει είναι όνειρο με πονείκαι το ζωγραφίζω, είναι τάφοςκαι μήτρα· το κάθε κόκκαλο το κάθε καρφίη κάθε κλοτσιά κι η κάθε λέξη που γράφωγίνεται φύλλο στον ουρανό. Ανασαίνειτρέμοντας σαν παιδί, ανατριχιάζει στο φωςτην ώρα που τα χρώματα πλαγιάζουνεμε τις αισθήσεις.Μιλώ με τις πέτρες, χορταίνω μια βαθύτερηπείνα με λέξεις - καρπούς.
Γαυγίζω είμαι τρελός πλησιάζω τον κόσμοαπ’ τη μεριά της τρέλας του.Γαυγίζω είμαι γυμνός πλησιάζω τη νύχτααπ’ το πλευρό του φόβου σας.
Παραμιλώ μεσημέρι στον ύπνο.Παραμιλώ μεσημέρι στο θάνατο.
Η θλίψη μου είναι μουσική.Τα γαυγίσματά μου, α! τα γαυγίσματά μουείναι πράσινα και μικράείναι γεμάτα πουλιάκαι οράματα.
Νύχτα Εφημερίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου