Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Μανόλης Πρατικάκης - Ποιήματα

 

Οι Δικαιούχοι

Κι εμείς μια ολόκληρη ζωή πανέτοιμοι

Γι’ ανύπαρκτους κινδύνους

Στους προμαχώνες της ευσεβούς μας φαντασίας

«Σαν έτοιμοι από καιρό σα θαρραλέοι»

Για μια άτακτη
- μοιραία βέβαια - υποχώρηση

Στα προσφιλή μας μετόπισθεν

Γοητευτικοί κι ωραίοι λιποτάκτες

Απ’ όλα της ζωής τα φλογισμένα μέτωπα

Πρόθυμοι πάντα για να προσκομίσουμε τεκμήρια

Παράσημα και τέτοια για μια μας πρόσληψη σε Υπουργείο

Ότι βεβαίως πολεμήσαμε, ότι είμαστε τα εξαίσια θύματα

Ενός άλλου
- ενός ανύπαρκτου πολέμου -

Αντάξιοι τώρα για τον έπαινο του Λήμου

Για «κατ’ εξαίρεσιν διορισμούς» ή «καθ’ υπέρβασιν προσλήψεις»

Με ολόλευκα τελείως ποινικά και εθνικόφρονα μητρώα

Ενδεδειγμένοι κι επαΐοντες να διοικήσωμεν την χώραν

Με ανεπίληπτα ψηφίσματα και ριζικές μεταρρυθμίσεις

Ταπεινοφρόνως υποσχόμενοι την πλήρην εκμηδένισιν της

γραφειοκρατίας.

Αλλά προπάντων μ’ ευσπλαχνίαν και δικαιοσύνην

Για τους αθόρυβους εργάτες της ανοικοδόμησης

Για τους εν γένει άγνωστους στρατιώτες

Για τους οποίους - κρατική δαπάνη - θ’ ανεγείρονται αδριάντες

Σε πολυσύχναστες πλατείες και λεωφόρους

Για να φαντάζουν πάντα ιδανικοί κι ωραίοι μες τη σκέψη μας

Αλλά προπάντων μέσα στην εύπλαστη συνείδηση των νεωτέρων.

Ποίηση 71-74


Πού είσουνα

Πού είσυννα λοιπόν όταν σου κόβανε τα χέρια

όταν στις άσπιλες εκτάσεις των ματιών σου ρίχνανε

άδειες κορνίζες σκοτεινά σωσίβια

για να μη φτάσεις ως τα βάθη των κινδύνων σου

για να περάσεις ως την όχθη που σε περιμένει

ένας σωσίας βίου ένας χαμάλης που σηκώνει το τσουβάλι

και το φέρνει για μια γόπα απ’ το καμίνι της ψυχής σου

ως τις καρβουναποθήκες

για να μη φτάσεις ως τη δίψα κι από κει ως τη μοναδική

πηγή που στάζει απ’ την κορυφαία της πέτρα.

Πού είσοννα λοιπόν όταν σου κατεδάφιζαν τα χείλη

και σούσβηναν με μια μεγάλη γομολάστιχα το πρόσωπο

σε ποια ζαχαροκάλαμα τον ύπνου όταν τρυπούσαν

τα καράβια στο Αιγαίο κι αυτά βουλιάζανε στο αίμα σου

όταν έχανες τα πράγματα από τα μέρη του μυαλού

για να τα βρεις την άλλη αυγή στο μαυσωλείο.

Λέγε λοιπόν πού γύριζες την ώρα της εκτέλεσης

τι τόκανες το πτώμα σου κι από ποιον

«όροφο τρέλας» σε πέταξε στο ποτάμι.

Οι Παραχαράκτες



Ερωτικά

(II)

Από κάποιο φρικώδες μονοπάτι

σίγουρα θα φτάσω

την απλησίαστη

αίγλη

των θελγήτρων σου.

(III)

Μια πυρόξανθη τρόπις παιδίσκης ανατέλλει

μέσα απ’ το ήσυχο ποτάμι των ανα-

φυλλητών σου.

Το σώμα της γραφής


Μυστική σκάλα

Ήρθες κι εσύ να σε φιλοξενήσουμε παλιέ μας φίλε·

ήρθες κι εσύ σ’ αυτό το «άσυλο» να ξαποστάσεις.

Και βέβαια είναι διαθέσιμο το κρεββάτι του Μιχάλη.

Πήγε προχτές μ’ εκείνα τα χαρτιά στο πιεστήριο·

δώσαμε πρώτα ραντεβού στο γνώριμο στενό με τις μαρκίζες

για την άλλη Δευτέρα

ή για την άλλη παρουσία.

Τον ανεβάσανε συρτό στο τρίτο πάτωμα

σ’ εκείνο κει το σκοτεινό γραφείο.

Και τότε αυτός από μια σκάλα

μυστική αόρατη ανεξιχνίαστη την ίδια κιόλας νύχτα

ανέβηκε σκαλί σκαλί στον έβδομο όροφο.

Κι ως την αυγή

στον έβδομο ουρανό.

Ποίηση 71-74


(Δ)

Άλλαζαν χρώματα οι μορφές σου μες στο φως

της σκέψης μου. Που βάδιζες μονάχη

μια μεγάλη μέδουσα στη νύχτα

των νερών.

Που με πονούσε σαν ωδίνη και με

μεταμόρφωνε

για να είμαι πάντα μαζί σου ο καιρός

της φωτιάς σε σάπια ξύλα, η πληγή

της ομορφιάς σου, μια

πολλαπλασιασμένη πράξη

γέννησης.


Λιβιδώ


Βάρκιζα

Ένα ένα έπεφταν τα όπλα· επανα­-

ληπτικά, εκείνα με το κινητό

ουραίο, οι γκράδες και τα καριο­-

φίλια σαν κομμένα ρόδα στη σκιά

της Βάρκιζας.

Ένα ένα πέφτανε σαν φύλλα· η τραυ­

λή Αλίανθος

μη μιλάς μαύρο γιασεμί

στον κρόταφο.

Η Άλλη Μέρα: έσκυβες να δεις

τα οστά στα βάθη.

Έριχνες πέτρα

και δεν άκουγες

την άκρη της.

Οντοφάνεια


Η κουκουλωμένη γενιά

Η γενιά μου αχτένιστη κατεβαίνει στους δρόμους της Αθήνας.

Με τα σπασμένα μέλη της τρομάζει τους σεμνότυφους

αναγνώστες δίχως θεό συν πλην όραμα.

Και καθώς φοβάται όπως ο διάβολος το λιβάνι την

τρυφεράδα της

οικειοποιείται το παραπειστικό φόντο του σαρκασμού

(που σα στηθαίο λιμενοβραχίονα κρύβει την πεμπτουσία του)

ντύνεται το τραχύ του ρούχο και παράγει

μουσική από άγρια πνευστά της φυλής των Ίνκας

από έγχορδα σέρνοντας ένα βλάσφημο δοξάρι

πάνω στους αλύγιστους στίχους της ενδόμυχης χαλυβουργίας.

Φορά κι αυτή όπως ο άλλος (λυρικός) διάβολος τη μυθική

πανοπλία της

ντύνεται τις κίτρινες κριτικές της τις μυθώδεις

εκπομπές των ραδιοφώνων

τους φιλικούς αποτροπιασμούς με την ακόμη εν τω γίγνεσθαι

συνομοταξία των εμβρυϊκών κοπαδιών του

κατεστημένου (σείεται και καλεί τον Ταύρο

της δόξας που την ανεβαίνει κι ακούγεται πάλι το

μούγγρισμα της αιώνιας δαμάλας).

Κατά τα άλλα απομυθοποιεί με ζήλο το παρόν.

Αποκωδικοποιεί όλα τα πνευματικά σφραγισμένα μας μνημούρια.

Διώχνει με καυστική γλώσσα - ξόρκι ή ξόανο το κακό.

Ταξιδεύει με Μπόιγκ στην Άπω Ανατολή και προσεταιρίζεται

με Τέχνη το Εγγύς μέλλον.

Το σώμα της γραφής


Η φωτιά που με καίει

Η φωτιά που με καίει για να περνώ από τον εαυτό μου

στα θαύματα.

Για να είναι το ανέγγιχτο η προέκταση

των χεριών μου
·  το αθέατο η πείνα

για τους άλλους οφθαλμούς·  η παρα­-

τηρητική μας όραση.

Ας έρθει λοιπόν να κατακάψει

εκείνο που πονούσα σαρκωμένο στο χτες

και καθόλου στο αύριο. Την ασάλευτη νύχτα

που δεν ήμουν ο δολοφόνος.

Όταν το ξύλο παλιώνει ονειρεύεται

τη λάμψη του.

Α! το κομμένο χέρι μου είναι μάτι

η θλίψη μου είναι μουσική

το καθετί που λείπει είναι όνειρο με πονεί

και το ζωγραφίζω, είναι τάφος

και μήτρα
· το κάθε κόκκαλο το κάθε καρφί

η κάθε κλοτσιά κι η κάθε λέξη που γράφω

γίνεται φύλλο στον ουρανό. Ανασαίνει

τρέμοντας σαν παιδί, ανατριχιάζει στο φως

την ώρα που τα χρώματα πλαγιάζουνε

με τις αισθήσεις.

Μιλώ με τις πέτρες, χορταίνω μια βαθύτερη

πείνα με λέξεις - καρπούς.

Γαυγίζω είμαι τρελός πλησιάζω τον κόσμο

απ’ τη μεριά της τρέλας του.

Γαυγίζω είμαι γυμνός πλησιάζω τη νύχτα

απ’ το πλευρό του φόβου σας.

Παραμιλώ μεσημέρι στον ύπνο.

Παραμιλώ μεσημέρι στο θάνατο.

Η θλίψη μου είναι μουσική.

Τα γαυγίσματά μου, α! τα γαυγίσματά μου

είναι πράσινα και μικρά

είναι γεμάτα πουλιά

και οράματα.

Νύχτα Εφημερίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θωμάς Τσαλαπάτης - Μέσ’ στην καρδιά του θέρους

 Η επιλογή βιβλίων πριν από ένα ταξίδι είναι από μόνη της μια ξεχωριστή διαδικασία. Οχι κάτι με το οποίο πρέπει να ξεμπερδεύεις αψήφιστα. Ως...