ΣΚΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΙΙ
Στο γέλιο της αιφνίδια αναπηδούσαν
πίδακες πολυκέλαδοι με θελκτικές καμπύλες.
Η σιωπή της ήτανε εύρυθμη διακοπή
μεθυσμένων αηδονιών.
Όταν τα χέρια εσάλευαν,
όταν ξυπνούσαν οι έκτακτες κινήσεις,
κυλούσαν φύλλα – μαλακά.
ΙΙΙ
Με δυο αχτίνες δειλινές στον ώμο φυτεμένες,
γλιστρούσε – απάτη ρόδινη – στο εκστασιασμένο κύμα.
Από ηδονή τρεμούλιαζε στην όχθη μια νυμφαία.
Σε μουσελίνα ζαφειρένια, ατμώδη, φευγαλέα
τύλιγε η Σκιά το υγρό μ’ έξαψη κορυφαία.
Σε μια ώραν όπου έλιωνε βενετσιάνικο χρυσάφι,
ένα ποίημα πέθαινε: -Θαυμασίωνε μια στορφή του
τη νυμφαία τη ριγηλή και μόνη
-τα νερά τα βραδινά και μόνα.
VI
Έφυγε φορτωμένη σκιά και λευκά λουλούδια.
Το Ιδανικό, ολολύζοντας στο εντάφιο της το δώμα,
θα εξατμίσει πια το πλαστικό της σώμα
σε μουσική – σε στίχους.
Σε χαοτικό ένα βάραθρο που άνοιξε η Απουσία,
η ηδονική της μνήμη ραγίζει – και σκορπίζεται
σε πολυτίμους λίθους.
Η Ποίησις ολοφύρεται – Στην πένθιμη μετώπη
του μαυσωλείου αυτού που κρατεί τη λυρική ομορφιά της,
έχασε χρώματα, σύμβολα, μύθους.
δημοσιεύτηκε στο περ. Ο ΚΥΚΛΟΣ, αρ. 2 /1935, από την υπό έκδοση συλλογή «Η Δυναστεία των Χιμαιρών» (εκδόθηκε το 1940)]
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου